Ο πλανόδιος ψιλικατζής κουβαλά τα προς πώληση προϊόντα με τη βοήθεια του γαϊδαράκου μέσα σε δύο αυτοσχέδια ντουλάπια με συρμάτινη πρόσοψη. Στο χέρι του κρατά ένα κουδουνάκι το οποίο χτυπάει για να καλέσει τους υποψήφιους πελάτες του.  Οι πλανόδιοι ψιλικατζήδες πουλούσαν κουμπιά, κουβαρίστρες, κλωστές ντεμισέ, καρφίτσες, χτένες, βελόνα και ότι άλλο χρειάζονταν νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα της εποχής.  Ήταν οι έμποροι τού μικρόκοσμου, ο νάνος του εμπορίου, εύγλωτος, ευγενικός, υποχρεωτικός και προ πάντων πειστικός, που είναι αδύνατο να μην πάρεις κάτι από το εμπόρευμά του.

(Πηγή: nikiana.wordpress.com)
(Φωτό:Περικλής Παπαχατζιδάκης)



«Η ζωή περνά και χάνεται» γράφει ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ποιος, στ’ αλήθεια, δεν θα ήθελε να έχει στη συλλογή του μια φωτογραφία της γιαγιάς του με τη ρόκα να (γ)νέθει ή της μητέρας του να υφαίνει στον αργαλειό! Πού, όμως, να βρισκόταν εκείνη την εποχή ένα κινητό τηλέφωνο, μια ψηφιακή ή έστω φωτογραφική μηχανή με φιλμ ν’ αποθανατίσει τη στιγμή; Κάτι ελάχιστες φορές μόνο είχαμε την πραγματική ευτυχία να μας φωτογράφιζαν μεγαλύτεροι συγγενείς ή γείτονες που έρχονταν από τις πόλεις για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Οι φωτογραφίες αυτές θα έφταναν στα χέρια μας ένα χρόνο μετά(!) ή, έστω, μερικές βδομάδες αργότερα, ταχυδρομικώς.
Στα αστικά κέντρα ήταν αλλιώς. Μπορούσες να βρεις φωτογράφο στο κατάστημά του, αλλά το ίδιο εύκολα και πλανόδιο, ιδίως στις κεντρικές πλατείες, σε πολυσύχναστες περιοχές, κοντά σε αξιοθέατα και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μέρη, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας και αλλού. Η μηχανή ήταν στερεωμένη πάντα στον ξύλινο τρίποδα και βαμμένη ανάλογα με το γούστο του καλλιτέχνη. Οι καλύτερες φωτογραφίες που είχε βγάλει ο ίδιος αποτελούσαν το διάκοσμο, σαν διαφήμιση της δουλειάς του. Για να μετακινηθεί έκλεινε τον τρίποδα και την μετέφερε στον ώμο, κρατώντας στο άλλο χέρι τα δοχεία και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσε για να τις εμφανίσεις.
Έτοιμο το σκηνικό με τη λουλουδένια καρδιά και για το φαντάρο έξω από τα στρατόπεδα, για να στείλει τη φωτογραφία του στους δικούς του και να βεβαιωθούν ότι είναι καλά. Εκείνοι την καλωσόριζαν με τέτοια συγκίνηση και αγάπη, σαν να έβλεπαν τον ίδιο! Απαραίτητο κάτω από τη λουλουδένια εκείνη καρδιά και κάποιο τετράστιχο, με περισσότερο συνηθισμένο το:
Το φανταράκι στο στρατό
να μη το λησμονάτε.
Γράμματα να του στέλνετε
να το παγηγοράτε.
Ανάλογη και εξ ίσου γραφική η γνώριμη φιγούρα του καλλιτέχνη και σε συγκεκριμένα στέκια στα λιμάνια, μ’ ένα χαρτί επάνω στη μηχανή που έγραφε την τιμή τεσσάρων φωτογραφιών διαβατηρίου.
Μακριά τα περισσότερα χωριά μας από τα αστικά κέντρα, στερήθηκαν και αυτή την πτυχή του πολισμού εκείνης της εποχής. Οι αναμνήσεις και οι μεγάλες στιγμές φυλάγονταν μόνο στην καρδιά του καθενός και μπορούσαν να ξαναζωντανέψουν με την κουβέντα με όσους τις είχαν βιώσει μαζί. Τότε οι χίλιες λέξεις μπορούσαν να «φτιάξουν» μια φωτογραφία!
Φωτογράφους στην επαρχία μας εύρισκε κανείς σίγουρα στα Καλάβρυτα, και στην Κλειτορία, που όταν οι συγκυρίες το επέβαλαν γινόντουσαν και πλανόδιοι. Τη Δάφνη επισκεπτόταν στη δεκαετία του 1970 και ένας επαγγελματίας από τη Δίβρη, που κάλυπτε, κυρίως, τις σχολικές εκδρομές.
Ήθελε κανείς ν’ αφιερώσει μια μέρα ολόκληρη και να κάνει ένα πραγματικό ταξίδι από το χωριό για να βγάλει φωτογραφία για ταυτότητα, που πάντα συνδυαζόταν και με άλλες δουλειές. Δεν χανόταν τότε την ευκαιρία να στείλουν την αγάπη τους και στον ξενιτεμένο, πάντα με λόγια αγάπης ή λίγους στίχους στην πίσω πλευρά. Πολύ σπανιότερα γινόταν γνωστό ότι θα πήγαινε ο φωτογράφος στο χωριό συγκεκριμένη μέρα, όταν π.χ. άλλαξαν οι παλιές αστυνομικές ταυτότητες με τις πλαστικοποιημένες.
Παρών ο φωτογράφος στο πανηγύρι του χωριού, καλεσμένος και σε γάμους και βαφτίσεις, έστηνε τη μηχανή με τον τρίποδα και αποθανάτιζε μεγάλες στιγμές. Ο πελάτης του έπρεπε να μείνει ακίνητος σε ορισμένη θέση και στάση για κάμποσα κουραστικά δευτερόλεπτα και με παγωμένο το χαμόγελο στα χείλη. Μπορούσε να χαλαρώσει μετά το χαρακτηριστικό «ένα, δύο, τρία» του καλλιτέχνη, για «να βγει το πουλάκι», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στα παιδιά για να μείνουν στη θέση τους και με αμείωτο το ενδιαφέρον! Φυσικά, δεν θα μπορούσε να περάσει τότε ούτε από τη σκέψη μας η αυθόρμητη φωτογραφία!
Η αναμονή της εμφάνισης κράταγε σε αγωνία για πολλές μέρες, ίσως περισσότερο και από μήνα τον/τους πελάτες για το αν θα βγουν καλές οι φωτογραφίες. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να διορθώσει και τις ατέλειες, τις περισσότερες φορές με μολύβι, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή που μπορούμε να κάνουμε θαύματα στον υπολογιστή και την ίδια στιγμή να τις ταξιδέψουμε σ’ όλον τον κόσμο!
Με τις φράσεις «φωτογράφος στο χωριό σας» και «φωτογραφία με την καινούργια μηχανή» διαλαλούσε την τέχνη του στη δεκαετία του 1970 ο Βασίλης ο Βαγενάς από την Κλειτορία, με δυο φωτογραφικές μηχανές στον ώμο του. Ήταν η εποχή που είχαν οργανωθεί καλύτερα οι φωτογράφοι και πέρα από κάθε άλλη δραστηριότητα έσπευδαν στις εκδηλώσεις και στις εκδρομές των σχολείων.
Γυρνώντας πολύ πίσω, ν’ αναφέρουμε πως αν και η φωτογραφική μηχανή είναι επίτευγμα του 19ου μ.Χ. αιώνα και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί, τα θεμέλια της μεγάλης αυτής ανακάλυψης είχαν τεθεί από αρχαίους πολιτισμούς, π.χ. της Κίνας και της Ελλάδας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που άρχισε να αχνοφαίνεται η ευκολία απόκτησης μιας φτηνής ερασιτεχνικής φωτογραφικής μηχανής, άρχισε να γίνεται ορατή και η κρίση του παραδοσιακού αυτού επαγγέλματος. Σήμερα η κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα ν’ αποθανατίσει κάθε στιγμή με μια φτηνή και καλής ποιότητας μηχανή, κινητό τηλέφωνο ή βιντεοκάμερα.

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες αποτελούν αναπόσπαστο κεφάλαιο στο χώρο της λαϊκής μας παράδοσης, βάζοντας με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο τη δική τους σφραγίδα, στη μουσική παράδοση της κάθε περιοχής, του κάθε τόπου.
Είναι οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, του μόχθου και της βιοπάλης, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αλλά στην πραγματικότητα είναι οι λαϊκοί καλλιτέχνες που κρατάνε γερά τη μουσική μας παράδοση, χωρίς ανθρώπινες δάφνες, για να τη μεταλαμπαδεύσουν και στις νεώτερες γενιές. 
Είναι αυτοί που με λίγα μουσικά όργανα συγκροτούν μια πλήρη ζυγιά, έχοντας σαν κυρίαρχο όργανο το κλαρίνο, που συνοδεύεται από το βιολί, το λαούτο, την κιθάρα, το ντέφι και το τελειότερο μουσικό όργανο που είναι η φωνή.
Είναι οι ακούραστοι άνθρωποι που πηγαίνουν σε κάθε γωνιά της Ελληνικής περιφέρειας, παίζοντας σε γάμους και πανηγύρια, γλεντώντας τον κόσμο, ανάβοντας τα μεράκια του και σβήνοντας τους καημούς του.
Πηγαίνουν στα πανηγύρια και εκεί ολόκληρα μερόνυχτα αντιμέτωποι με το ξενύχτι και την κούραση παίζουν ασταμάτητα, τραγούδια που αναφέρονται σε ό,τι έχει σχέση με τον απέραντο κύκλο της ζωής. Ο πανηγυριώτης, όταν έρχεται η σειρά του να χορέψει, πληρώνει τα όργανα παραγγέλλοντας το τραγούδι, είτε για να το ακούσει είτε για να το χορέψει.
Εκεί ο ερωτευμένος θα χορέψει τραγούδια ερωτικά, τραγούδια της αγάπης.
Της ξενιτιάς τραγούδια και του νόστου θα χορέψει ο ξενιτεμένος, ή αυτός που έχει αγαπημένο πρόσωπο στην ξενιτιά.
Τραγούδια που εκφράζουν πόνο και παράπονο, θα χορέψει ο πονεμένος και βασανισμένος από τη ζωή άνθρωπος.
Του σεβντά και του νταλκά τραγούδια, θα χορέψει αυτός που έχει ντέρτι στην καρδιά.
Της λεβεντιάς, του ηρωισμού και της παλικαριάς τραγούδια, θα χορέψει ο λεβέντης και υπερήφανος άνθρωπος.
Εκεί ο χορευταράς και μερακλής, πληρώνοντας τα όργανα αδρά, θα χορέψει τις πρώτες πρωινές ώρες, βγάζοντας το μεράκι του όλο, εκφράζοντας το λυρισμό της ψυχής του.
Οι οργανοπαίχτες ξέρουν τα πατήματα του καθενός στα τραγούδια που χορεύουν, γνωρίζουν τα γούστα τους και δεν είναι ανάγκη να τους πουν πως να παίξουν. Τόσα χρόνια σε τόσα πανηγύρια ξέρουν αυτοί, όλα τα χορευτικά τους χούγια, κυρίως αυτά των μερακλήδων.
Πολλές φορές οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες σηκώνονται όρθιοι όταν χορεύουν μερακλήδες, εκφράζοντας με το δικό τους τρόπο τη συμμετοχή τους στο πανηγύρι, ζώντας το και οι ίδιοι, και τότε γίνονται όλοι ένα, χορευτές και οργανοπαίχτες. Συνεννοούνται μ’ έναν άγραφο κώδικα επικοινωνίας, που κοινό χαρακτηριστικό είναι, το μεράκι.
Υπάρχει ταύτιση επικοινωνίας μεταξύ ενός καλού χορευτή και ενός δεξιοτέχνη λαϊκού οργανοπαίχτη. Ο ένας συμπαρασύρει τον άλλον σε αυτό το υπέροχο και συναρπαστικό μεράκι, συνομιλώντας νοερά με τα μάτια της ψυχής και τη γλώσσα της καρδιάς. Γιατί μουσική και χορός, είναι δυο πράγματα αλληλένδετα, αναπόσπαστα μεταξύ τους και τα δυο μαζί συμφύονται, δημιουργώντας αυτό που λέμε μουσικοχορευτική πανδαισία, παραδοσιακή έκσταση, παραλήρημα ψυχικής ευφορίας.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες έχουν την ικανότητα να αφουγκράζονται την ψυχή του μερακλή που χορεύει, να διαβάζουν την έκφρασή του, ενθουσιάζονται και οι ίδιοι με τον χορό, μερακλώνονται και πολλές φορές ο κλαριτζής, κατεβαίνει κάτω παίζοντας κλαρίνο, στο αυτί του μερακλή. Και αυτό το αναθεματισμένο το κλαρίνο, λες και βλέπει, ακούει και αφουγκράζεται, κάνει την έκφραση μελωδία ξυπνώντας μέσα του θύμησες και συναισθήματα.
Πλήθος συναισθημάτων του πλημμυρίζουν την καρδιά και την ψυχή και τον ανεβάζουν στους εφτά ουρανούς.
Η μουσικοχορευτική παράδοση είναι ένας ατελείωτος έρωτας με τη ζωή, με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες να παίζουν και τους ανθρώπους να γλεντάνε καθώς ο χορός και το τραγούδι βγαίνουν μέσα από την ψυχή.
(Πηγή:Σπύρος Νεραϊδιώτης, www.elliniki-gnomi.eu)

Το αλάτι κατέχει σημαντική θέση στη ζωή των λαών, στις συνήθειες, στη θρησκεία και στις παραδόσεις τους. Κατά τους αρχαίουςΈλληνες συμβολίζει τη φιλία και την αλληλεγγύη. Με αυτό επισφράγιζαν τις συμφωνίες τους. Επίσης το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες και στις προσφορές τους προς τους θεούς. Έτσι, είχαν τη συνήθεια να σκορπίζουν αλάτι σε αγρούς που αφιέρωναν στους θεούς τους. Το αλάτι αναφέρεται σε πολλές ελληνικές παροιμίες: «άλας και τράπεζαν μη παραβαίνειν» «μαζί φάγαμε ψωμί κι αλάτι»=συνδεθήκαμε στενά, «σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις»= μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, «τον έκανα τ' αλατιού»= τον έδειρα κλπ.
Επίσης ο Μωσαϊκός Νόμος θεωρεί το αλάτι σαν σύμβολο και σαν απαραίτητο στοιχείο της προσφοράς προς το Θεό. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται: «υμείς εστέ το άλας της γης». Και άλλοι λαοί, όπως οι Ασσύριοι, οι Πέρσες, χρησιμοποιούσαν το αλάτι στις θρησκευτικές τους τελετές.
Μέχρι σήμερα έχουν διατηρηθεί αρκετές προλήψεις σχετικά με το αλάτι. Π.χ. δε δανείζουν αλάτι οι χωρικοί, γιατί πιστεύουν ότι «ψοφάνε τα ζωντανά». Επίσης αποφεύγουν να χύσουν αλάτι από την αλατιέρα. Στη Γερμανία θεωρείται ευλογία η ανακάλυψη αλατούχου πηγής.
Το αλάτι είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο. Γι' αυτό ήταν γνωστό και χρησιμοποιούνταν από την αρχαία εποχή. Σε μερικές περιοχές, το χρησιμοποιούσαν σαν νόμισμα. Έτσι, οι πλούσιοι πουλούσαν δούλους σε αντάλλαγμα με αλάτι. Σε μερικές χώρες της οι κάτοικοι έκαναν τις αγορές και τις πωλήσεις με κομμάτια αλατιού. Άλλοι λαοί είχαν έλθει σε πόλεμο μεταξύ τους για να κατακτήσουν εδάφη με αλατούχες πηγές. Στην αρχή οι άνθρωποι έπαιρναν το αλάτι από τη θάλασσα, στις αλυκές, με την εξάτμιση του νερού. Στη Γαλλία και στη Γερμανία βρέθηκαν ύστερα από ανασκαφές, αρχαίες συσκευές με τις οποίες απομόνωναν το αλάτι. Επίσης ήταν γνωστό το ορυκτόαλάτι (στερεό). Σπουδαία ορυχεία υπήρχαν στη Λιβύη, στην Αραβία, στην Ισπανία και στη Βοημία.
Η Αλυκή, το τηγάνι και η Αφρίνα…
Αλυκή: παράλιο ημι-τεχνητό οικοσύστημα όπου αποτίθεται και συλλέγεται το αλάτι. Η αρχή λειτουργίας του βασίζεται στην ταυτόχρονη χρήση τριών ανανεώσιμων πόρων: α) του θαλασσινού νερού, β) της ηλιακής ενέργειας και γ) της αιολικής ενέργειας.
Θερμάστρες εξάτμισης: σύστημα αβαθών λεκανών συνδεδεμένων εν σειρά, των οποίων ο φυσικός πυθμένας έχει την απαραίτητη αργιλώδη σύνθεση ώστε να εξασφαλίζεται πολύ χαμηλή διαπερατότητα του νερού. Η πρώτη θερμάστρα τροφοδοτείται από τη θάλασσα και η τελευταία τροφοδοτεί τα αλοπήγια.
Παραγωγική/καλλιεργητική περίοδος: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η διεργασία παραγωγής άλατος βρίσκεται σε εξέλιξη. Αρχίζει κατά κανόνα από τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο κάθε έτους και τελειώνει με τη συλλογή του προϊόντος έως το τέλος Οκτωβρίου, αναλόγως των μετεωρολογικών συνθηκών και των ιδιαιτεροτήτων κάθε αλυκής.
Τηγάνι, αλοπήγιο ή κρυσταλλοπήγιο: είναι η (ορθογώνια) επίπεδη λεκάνη με οριζόντια επιφάνεια η οποία τροφοδοτείται με κορεσμένη άλμη και στον πυθμένα της αποτίθεται το συνεχώς κρυσταλλούμενο αλάτι.
Αντλίες άλμης, κανάλια, υδροθυρίδες: χρησιμοποιούνται για την άντληση και διακίνηση των αλμών.
Αφρίνα: ο «ανθός αλατιού», το μη επεξεργασμένο αλάτι που συλλέγεται με το χέρι. Είναι το καλύτερο και πιο ακριβό αλάτι.
Ο εκπαιδευτικός Χρήστος Σιάσος έχει γράψει για τις Αλυκές
«TO ΣYΣTHMA των λιμνοθαλασσών Mεσολογγίου - Aιτωλικού αποτελεί πηγή ομορφιάς και πλούτου. H εκπληκτική από κάθε άποψη λιμνοθάλασσα, εκτός των άλλων, προσφέρει και έναν πραγματικό θησαυρό για την τοπική οικονομία από τα παλαιότερα χρόνια έως σήμερα: το αλάτι.
Tο μικρό βάθος του νερού, η μεγάλη περιεκτικότητα σε φυσικά στοιχεία και οι κλιματολογικές συνθήκες προσέφεραν τη δυνατότητα δημιουργίας παραγωγικών αλυκών. Πρόκειται για μια φυσική διαδικασία που επιτυγχάνεται από τη διείσδυση της θάλασσας σε χέρσα τμήματα και τον σχηματισμό κλειστών κόλπων με πολύ ρηχά νερά. Σε τέτοιες περιοχές, και όταν η θερμοκρασία αυξάνει τη θερινή περίοδο, η εξάτμιση γίνεται έντονη και η αντικατάσταση του εξατμιζόμενου νερού με βραδείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα την κρυστάλλωση του αλατιού.
Στην περιοχή της λιμνοθάλασσας συναντάμε δύο τέτοιους τόπους. Tον πρώτο στην Tουρλίδα, όπου βρίσκεται η παραδοσιακή ομώνυμη αλυκή την οποία εκμεταλλεύεται ο Δήμος Mεσολογγίου, και τον δεύτερο, στη θέση Aσπρη, όπου λειτουργεί μια μεγαλύτερη αλυκή την οποία διαχειρίζεται η εταιρεία «Eλληνικές Aλυκές A.E». Συνολικά, οι αλυκές Mεσολογγίου καλύπτουν έκταση 14.000 στρεμμ. (από τα 21.920 στρέμμ. που υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο), και από τους 243 χιλιάδες τόννους της συνολικής εγχώριας παραγωγής, προσφέρουν τους 130 χιλιάδες τόννους καλύπτοντας έτσι το 90% του πρωτογενούς αλατιού.
H αλατοπαραγωγή στην περιοχή αρχίζει από τα μέσα του 19ου αι. και έως το 1965 γίνεται με τους παραδοσιακούς τρόπους. Aπό τη δεκαετία του 1960 αρχίζουν τα βασικά έργα υποδομής και η κατασκευή αναχωμάτων και καναλιών κυκλοφορίας νερού, η δημιουργία λεκανών (τηγάνια) εξάτμισης νερού και κρυστάλλωσης του αλατιού καθώς και εγκαταστάσεις συγκομιδής, πλύσης και συσσώρευσης του αλατιού.
H διαδικασία παραγωγής αλατιού αρχίζει τον Mάρτιο και ολοκληρώνεται τον Oκτώβριο (με σχετικές αποκλίσεις ανάλογες με τις μετεωρολογικές αποκλίσεις). Tο θαλασσινό νερό αντλείται από τη λιμνοθάλασσα και τροφοδοτεί τις πρώτες ομάδες λεκανών και από εκεί προχωράει στις επόμενες λεκάνες, όπου η άλμη, το αλάτι δηλαδή, αντλείται από τα κρυσταλλωτήρια. Στις αλυκές το αλάτι συλλέγεται και συγκεντρώνεται ολόλευκο και καθαρό σε μικρούς σωρούς. H αποκομιδή τους έως το αλώνι του αλατιού γίνεται με μηχανοκίνητα βαγόνια. Aφού ολοκληρωθεί η εργασία της πλύσεως, μεταφέρεται με τη βοήθεια μεταφορικής ταινίας στις υπαίθριες αποθήκες σχηματίζοντας αλατοσωρούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τα 15 μ. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό θέαμα που εκπλήσσει τους επισκέπτες της περιοχής».

(Πηγή:agrinionet.gr)
(Φωτό: Κώστας Μπαλάφας)

Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ' αυτό δε συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού, αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης, ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος, ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γινόταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετέφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό. 
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε κι αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι, που από δω και πέρα μόνο σε ζωολογικούς κήπους θα το βλέπουμε. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δυο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά. Πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια και ό,τι άλλο έβγαζε ένας μπαξές. Τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και το χειμώνα δεν υπήρχαν λαχανικά. Έτσι ο πλανόδιος μανάβης δεν έβγαινε στα χωριά το χειμώνα. Την άνοιξη άρχιζε τη δουλειά του. Αργότερα, το γαϊδουράκι έσερνε κι ένα κάρο, μικρό και δίτροχο. Βλέπετε το συμπαθητικό ζωάκι δεν είχε μεγάλη δύναμη για κάτι παραπάνω. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του πλανόδιου μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο και το δίτροχο κάρο από το τετράτροχο. Την εποχή εκείνη η αξία ενός αλόγου και ενός τετράτροχου κάρου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Όσο αξίζει σήμερα ένα αυτοκίνητο! Τώρα ο πλανόδιος μανάβης μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα εμπορεύματα και πιο γρήγορα, αφού το άλογο μπορούσε να κινείται σαφώς πιο γρήγορα από ένα γαϊδουράκι. Απαραίτητα εξαρτήματα του μανάβη ήταν ένας κουβάς για να πίνει νερό το άλογο κι ένα δισάκι με την τροφή του. Ο μανάβης έπρεπε να φροντίζει ιδιαίτερα για την καλή κατάσταση του αλόγου του. Να το ξεκουράζει συχνά, να το ξεπεζεύει από το κάρο, να το σκουπίζει από τον ιδρώτα του και να του δίνει νερό και τροφή. Άλλα απαραίτητα εργαλεία του μανάβη ήταν η κρεμαστή ζυγαριά, οι οκάδες και τα δράμια, που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν από το 1940, αλλά και αρκετά χρόνια μετά το 1950, οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γινόταν σε είδος. Για να αγοράσουν κάτι από το μανάβη έδιναν αυγά, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι και ό, τι άλλο μπορεί να έχει ένα σπίτι στο χωριό.

   Το επάγγελμα του μανάβη σήμερα
  Σήμερα το επάγγελμα του πλανόδιου μανάβη δε χάθηκε, αλλά εξελίχθηκε. Το άλογο και το κάρο αντικαταστάθηκαν από τα φορτηγά αυτοκίνητα, μεγάλα ή μικρά. Πολύ συχνά βλέπουμε έξω από τα σπίτια μας, σε πόλεις και χωριά, να γυρίζουν φορτηγά με αθίγγανους κυρίως, μαζί με όλη την οικογένεια και να πουλάνε τα λαχανικά τους, πολλές φορές ανακατεμένα με μοκέτες, χαλιά, τραπέζια και καρέκλες. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι μανάβηδες που πουλάνε μόνο λαχανικά, πάλι με φορτηγά. Αυτούς θα τους δεις να βρίσκονται και στις λαϊκές αγορές πολλών χωριών και πόλεων. Γυρίζουν, όπως και παλιά σε όλα τα χωριά και στις γειτονιές, διαφημίζοντας τα προϊόντα τους με ειδικές μεγαφωνικές συσκευές, που ακούγονται χιλιόμετρα μακριά. Πουλάνε, ανάλογα και με την εποχή, καρπούζια, πεπόνια, φρούτα, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, φασολάκια, μαρούλια και ό,τι άλλο επιθυμεί η καρδιά σου. Τώρα μπορούν να πουλάνε και το χειμώνα, αφού το φορτηγό είναι πιο ασφαλές, αλλά και τα θερμοκήπια που υπάρχουν παράγουν φρούτα και λαχανικά όλες τις εποχές.


(Πηγή: dim-sapon.rod.sch.gr)
(Φωτό: Dorothy Burr Thompson)

Με το πέρασμα του χρόνου και τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας, πολλά επαγγέλματα δεν υπάρχουν πια, αφού δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Ένα απ’ αυτά τα επαγγέλματα είναι και το επάγγελμα του παγοπώλη.
Το επάγγελμα του παγοπώλη στα παλαιότερα χρόνια είχε ξεχωριστή θέση . Το επάγγελμα αυτό ήταν εποχιακό και άρχιζε από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβρη. Ο παγοπώλης συνήθως ήταν πλανόδιος με μεταφορικό μέσο ένα καρότσι- πλατφόρμα ή με μία μοτοσυκλέτα τρίτροχη μεταφέροντας από τα παγοποιεία τον πάγο που μοίραζε στα σπίτια και καταστήματα αυτή την εποχή. Για να μη λιώνει ο πάγος τον σκέπαζαν με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και ο διανομέας έπρεπε να ήταν γρήγορος στην δουλειά του . Για να μη παγώνουν τα χέρια του, φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία είχε ένα πριόνι, για να κόβει τον πάγο κι ένα γάντζο με τον οποίο χτυπούσε την παγοκολόνα για να σπάσει και να παραδώσει στον πελάτη του το κομμάτι πάγου που ήθελε. Απ’ αυτόν η νοικοκυρά ή ο καταστηματάρχης έπαιρνε το κομμάτι πάγου που ήθελε με ένα βρεγμένο πανί και το τοποθετούσε στο πάνω μέρος ενός ξύλινου ψυγείου σαν ντουλάπι. Τα νερά που έτρεχαν, όταν έλιωνε ο πάγος, έψυχαν τις λαμαρινένιες επιφάνειες του ψυγείου κι έτσι τα φαγητά διατηρούνταν παγωμένα.
Στη σημερινή εποχή ενώ υπάρχουν ακόμη παγοποιεία για συγκεκριμένες χρήσεις (π.χ. συντήρηση ψαριών) δεν υπάρχει το παλαιό επάγγελμα του πλανόδιου παγοπώλη.
Η εφεύρεση των σύγχρονων ηλεκτρικών ψυγείων οδήγησε όπως ήταν επόμενο στην εξαφάνιση αυτού του επαγγέλματος.
Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας απλούστευσε πάρα πολύ τις ανάγκες κάθε σπιτικού με την χρήση των ηλ. συσκευών για τις καθημερινές ανάγκες της οικογενείας, αλλά παράλληλα εγκαταλείφθηκαν πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα που η παρουσία τους έδινε ένα τόνο παραδοσιακό και απαραίτητο στις καθημερινές επαφές αυτών των ανθρώπων του μόχθου με τα νοικοκυριά της εποχής.
(Πηγή:schoolpress.sch.gr)

(Φωτό: Βάσω Παπαϊωάννου)
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς.  Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν:
Α) Το κόψιμο των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι και μουριά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα μπροστάρια, σε κομμάτια μήκους 60 εκατοστών. Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών και για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Αφού  ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με μεγάλα δόντια. Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των προσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις δόγες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.
Β) Η κατασκευή
Πρώτη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα στο ζώο. Με το έμπειρο μάτι του υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Για το κάθε μέγεθος είχε ένα εργαλείο, από ξύλο ή χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν πατρόν. Έκοβε δύο φύλλα, τα οποία συνέδεε με ξύλινους πύρους, οι οποίοι αποτελούσαν αμβλεία γωνία. Στο μπροστινό μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από μέσα με ένα. Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το κάρφωναν στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την συνδεσμολογία και ισχυροποίηση των δύο κομματιών. Μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του πισταριού σε ανάλογο μέγεθος με το μπροστάρι. Η κατασκευή του ήταν πιο δύσκολη γιατί η σύνδεση των δύο φύλλων έπρεπε να γίνει θηλυκωτή. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των φύλλων σε βάθος 1,5 εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε χαράξει το πριόνι και μετά γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή.
Δόγες χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγκενη το ένα άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Υπήρχε όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο. Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του μπροσταριού και του πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες.
Αφού στερεώνονταν άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες. Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα φτιάχνονταν από σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά. Ενδιάμεσα βάζανε βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις άκρες των λιμνών. Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι το χρησιμοποιούσαν και αφού το βούτημα συμπιεζόταν το έφερναν στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα. Έβαζε πάλι βούτημα και από πάνω το κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη βροχή.
Το σαμάρι στερεώνονταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σλκηρό δέρμα που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες  άρχιζαν από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Η κατοζώστρα ή σφίχτρα έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινε λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του..
Με την επικράτηση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων η εργασία των γεωργών έγινε πιο εύκολη, αλλά το επάγγελμα του σαγματοποιού εξαφανίστηκε.
(Πηγή: www.ecomuseum.gr)
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια του με το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι και ξεκινούσε πολύ πρωί από το χωριό για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη. Μερικές πολυάσχολες νοικοκυρές άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα για να το γεμίσει ο γαλατάς, σκεπασμένο συνήθως με μια πέτρα από το φόβο της γάτας. Το γάλα αυτό, υποχρεωτικά οι νοικοκυρές έπρεπε να το βράσουν καλά, γιατί μπορούσε να προκαλέσει πυρετό. Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, επειδή όμως πάντα έβρισκε και γυναίκες που του ζητούσαν γάλα σε έκτακτες περιπτώσεις, φρόντιζε να έχει μαζί του και λίγο παραπάνω γάλα. Όταν δεν μπορούσε να το πουλήσει, φώναζε στους δρόμους: "ο γαλατάς! φρέσκο, ολόπαχο γάλα!". Ποτέ δε γύριζε πίσω με περισσευούμενο γάλα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως, μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970, απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Έτσι, το επάγγελμα του γαλατά πέρασε στην Ιστορία...
(Πηγή:mikrosserifis.blogspot.gr)
Πίσω στη δεκαετία του ’50 και του ’60 το επάγγελμα του λούστρου ανθούσε στους δημόσιους χώρους και στα πολυσύχναστα στέκια.
Συνήθως ο λούστρος είχε συγκεκριμένο χώρο που εργαζόνταν , καταλάμβανε συγκεκριμένο σημείο ,στρατηγικό θα λέγαμε , το οποίο δικαιούνταν βάσει άγραφου νόμου της πιάτσας. Άλλος λούστρος δε μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πέραν αυτού.
Τα μαύρο δερμάτινο ή καφέ σκούρο παπούτσι ή σκαρπίνι ήταν status για τον άνδρα της γύρας και έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι ,κυρίως σε μια εποχή που τα παπούτσια λέρωναν εύκολα και σκονίζονταν από τους χωματόδρομους μιας και οι ασφαλτόδρομοι δεν υπήρχαν.
Ο πελάτης άπλωνε το πόδι του στο στη μπρούτζινη συνήθως βάση απ’το κασέλι και όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.
Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.
Ο λούστρος μπορεί να ήταν και πλανόδιος κάποιες φορές όταν κουράζοντας από το σκαμνί του.
Περνούσε από τα καφενεία κυρίως όπου σύχναζαν οι μόρτηδες οι σκαρπινάτοι.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πελάτης του καφενείου με νεύμα του τον καλούσε για λουστράρισμα ενώ ο ίδιος απολάμβανε τον ελληνικό του διαβάζοντας την εφημερίδα του. Εγώ ως γραφών την έζησα αυτή τη σκηνή σε καφενείο με πελάτη το θείο μου. Ο πελάτης όσο φτωχός κι αν ήταν έδειχνε αρχοντικός στη διάρκεια του λουστραρίσματος κυρίως στο καφενείο και πολλοί το ζούσαν ως αρχόντοι του ενός λεπτού.
Φυσικά οι λούστροι δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από την υπόλοιπη κοινωνία , όσο φτωχή κι αν ήταν τα χρόνια εκείνα.
Η λέξη «λούστρος» ήταν συνώνυμη του σημερινού γύφτου και αποτελούσε βρισιά.
Το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του , ο λούστρος πολλές φορές δε κοιτούσε ψηλά στον πελάτη όσο διαρκούσε η δουλειά του εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει κάτι. Για τους λούστρους μεγαλύτερης ηλικίας η στάση του σώματος ήταν επώδυνη ανάλογα και κατα πόσο ήταν παχύς.
Τώρα τα κασέλια των λούστρων υπάρχουν λιγοστά σε ελάχιστα μαγαζιά στο Μοναστηράκι ενώ κάποια από αυτά κοσμούν σπίτια πλουσίων συλλεκτών ως ταπεινό σύμβολο μιας φτωχής πλην αγνής και τίμιας επόχής που η δουλειά δεν ήταν ντροπή.

(Πηγή: astakosnp.wordpress.com)
Η ιστορία του ποδηλάτου

Το ποδήλατο αν το καλοσκεφτούμε δεν είναι εφεύρεση του ενός, αλλά συλλογική. Αυτό που είχε φτιάξει ο πρώτος, το βελτίωσε ο δεύτερος, έβαλε κάτι παραπάνω ο τρίτος... και από δω παν κι άλλοι!!

Η πρώτη απτή εμφάνιση του ποδηλάτου, με τελείως διαφορετική κατασκευή από τα σημερινά, ήταν γύρω στο 1750 στη Νυρεμβέργη.

Αυτός ο πρώτος παππούς του ποδηλάτου ήταν τόσο απλός που δεν είχε ούτε πετάλια, ούτε τιμόνι, και ήταν εξολοκλήρου κατασκευασμένος από ξύλο!!

Το 1817 στη Γερμανία, ο βαρώνος Karl von Drais, θέλοντας ένα μεταφορικό μέσο για τη βόλτα του στους κήπους του, κατασκεύασε από ξύλο και αυτός την ντρεζίνα (draisienne) που πήρε το όνομα της από το επώνυμο του.

Η διαφορά με το προηγούμενο ήταν πως είχε τιμόνι, αλλά η κίνηση εξακολουθούσε να γίνεται ουσιαστικά περπατώντας και τσουλώντας αυτό το όχημα! Γι’ αυτό και πήρε το όνομα «μηχανή περπατήματος». 
Φιλοδοξία του βαρώνου ήταν να αντικαταστήσει το άλογο σαν μεταφορικό μέσο, γι’ αυτό και το έλεγαν και hobby-horse ή dadny-horse!!

Την επόμενη χρονιά στη Μεγάλη Βρετανία, ο Dennis Johnson αντικατέστησε πολλά ξύλινα κομμάτια της ντρεζίνας με μεταλλικά.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1839 στη Σκωτία, ο Kirkpatrick Macmillan ήταν ο πρώτος που έβαλε πετάλια και τα συνέδεσε με την πίσω ρόδα, αλλά χωρίς αλυσίδα. Φανταστείτε κάτι σαν τα παιδικά αυτοκινητάκια που κινούνται με τα πόδια, όχι περπατώντας όμως!

Το 1960 στη Γαλλία, ο Pierre Michaux τοποθέτησε τα πετάλια στην μπροστινή ρόδα, δημιουργώντας το Velocipede, που σημαίνει «γρήγορα πόδια». Επίσης αύξησε το μέγεθος της εν λόγω ρόδας και έβαλε λάστιχα από σκληρό καουτσούκ. Μέχρι τότε οι ρόδες ήταν κυρίως ξύλινες και χωρίς καθόλου λάστιχα!

Η πρώτη εμφάνιση του διπλού ποδήλατου έγινε το 1886 και είχε 4 ρόδες: δύο μεγάλες και δύο μικρές. Οι αναβάτες ουσιαστικά κάθονταν ανάμεσα στις δύο μεγάλες ρόδες και είχαν τις μικρές για να μην πέφτουν!!

Συνεχίζοντας την ιστορία του ποδηλατου, φτάνουμε στο 1870, όπου οι James Starley και William Hillman στη Βρετανία, κατασκεύασαν την Ariel, με πολύ μεγαλύτερη την μπροστινή ρόδα με τα πετάλια.

Η φιλοσοφία τους ήταν πως, όσο μεγαλύτερη η ρόδα (η οποία πολλές φορές κατασκευαζόταν με βάση το μήκος του ποδιού του αναβάτη!), τόσο μεγαλύτερη απόσταση θα διένυε σε κάθε περιστροφή των πεταλιών. 

Εκείνη την εποχή το αποκαλούσαν και penny-farthing, επειδή οι ρόδες τους είχαν περίπου την αναλογία των εν λόγω κερμάτων στο μέγεθος! 
Με αυτή την απλή μετατροπή, το ποδήλατομπορούσε να φτάσει ταχύτητες έως και 24 χιλιομέτρων την ώρα.

Να αναφέρουμε πως η μέση ταχύτητα ενός αυτοκινήτου σε μποτιλιάρισμα σήμερα, είναι περίπου 17 χιλιόμετρα την ώρα!!

Λόγω όμως του ύψους του και επειδή οι δρόμοι ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και γεμάτοι χαλίκια, υπήρχαν πάρα πολύ συχνές πτώσεις και τραυματισμοί!

Η τελική μορφή του ποδηλάτου...

Το 1885 έγινε η κυριότερη μετατροπή και από τότε το ποδήλατο πήρε την κλασική του εμφάνιση με τις δύο ίδιες ρόδες, την αλυσίδα που δίνει κίνηση στην πίσω ρόδα και τις μεταλλικές ακτίνες.

Σε αυτό βοήθησε πολύ και η εξέλιξη της μεταλλουργίας. Υπεύθυνος για όλα αυτά καθώς και για τη σαμπρέλα και τις ταχύτητες ήταν ο ανηψιός του James, ο John Kemp Starley.

Επίσης άλλαξε τον σκελετό με κούφιο μεταλλικό μειώνοντας το βάρος του ποδηλάτου. Το μοντέλο αυτό το ονόμασε rover!!

Αξίζει να αναφέρουμε επίσης πως το 1885, το ποδήλατο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα!

Τρία χρόνια μετά, το 1888, ο γιατρός Dr. John Boyd Dunlop, θέλοντας να κάνει τις βόλτες του γιού του με το ποδηλατάκι του πιο άνετες, άλλαξε τα υπάρχοντα λάστιχα από καουτσούκ με λάστιχα πεπιεσμένου αέρα!

Περιττό να αναφέρουμε πως ο εν λόγω γιατρός ήταν ο ιδρυτής τη γνωστής εταιρείας ελαστικών!!

Από εκεί και μετά πέρασαν 59 χρόνια και το 1947 αντικαταστάθηκε ο μεταλλικός σκελετός με αλουμίνιο, ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούσαν στα αεροπλάνα.

Το 1965 βγήκε στην αγορά ένα μίνι ποδήλατο, και φτάνοντας στο 1970 βλέπουμε την εμφάνιση του πολύ δημοφιλούς στις μέρες μας mountain bike!

(Πηγή: coolweb.gr)
(Φωτό: Αθήνα, 1929)

Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
Το επάγγελμα του βοσκού ή τσοπάνου ήταν συνήθως κληρονομικό και ήταν ένα από τα κυριότερα επαγγέλματα του τόπου μας.  Ένας πατέρας που πάντρευε το παιδί του τού έδινε ως προίκα μερικά ζώα κι εκείνος με τον καιρό μεγάλωνε τον αριθμό κι έφτιαχνε το δικό του κοπάδι που καμιά φορά ξεπερνούσε κι εκείνο του πατέρα του.
Ήταν δύσκολη και πολύ κουραστική η δουλειά του βοσκού. Με βροχές και με κρύο, με λιοπύρι, υγρασία και σφοδρούς ανέμους αυτός έπρεπε να γυρίζει τους κάμπους και τις βουνοπλαγιές ολομόναχος, μακριά από τον κόσμο και την οικογένειά του. Έπρεπε να σηκώνεται πρωί και καθισμένος σ` ένα σκαμνί να  γαλέψει (αρμέξει) τα ζώα του. Αυτό γινότανε πρωί και βράδυ. Έπρεπε ακόμη να πήξει το γάλα και να φτιάξει χαλούμια, μυζήθρες και γιαούρτι. Μα και το κούρεμα του κοπαδιού ήταν δική του δουλειά. Σ` όλα αυτά τον βοηθούσαν η γυναίκα και τα παιδιά του. 
Ξεκινούσε για τη βοσκή με συνηθισμένα ρούχα όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού, οι τσαγκαροποδίνες όμως ήταν απαραίτητες. Έβαζε στον ώμο τη βούρκα που περιείχε νερό και φαγητό, έπαιρνε στο χέρι τη ματσούκα του (μαγκούρα), σφύριζε στο σκύλο του να σιμώσει και ξεμάντριζε, έφευγε δηλαδή από τη μάντρα. Του κοπαδιού προπορευότανε πάντοτε το κριάρι κι ακολουθούσαν τα υπόλοιπα ζώα. Τα νεογέννητα καθώς και τα ετοιμόγεννα παρέμεναν πίσω στη μάντρα. Τις μέρες που ο καιρός ήταν πολύ βροχερός όλο το κοπάδι επίσης παρέμενε στη μάντρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα ζώα τρέφονταν με άχυρο και κριθάρι. 
Τα βοσκοτόπια ήταν περιοχές με πλούσια βλάστηση, έπρεπε όμως ο βοσκός να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή μην τυχόν και το κοπάδι του απομακρυνθεί και προκαλέσει ζημιές σε ξένη περιουσία. Σ` αυτό βοηθούσε και ο σκύλος του που ήταν πάντα άγρυπνος φρουρός. Τα περισσότερα ζώα είχαν κρεμασμένα στο λαιμό τους μικρά μπρούντζινα κουδουνάκια που άφηναν στο πέρασμά τους μια ξεχωριστή, γλυκόηχη μουσική.  Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να εντοπίζονται εύκολα.  

(Πηγή: kedares.org)
(Φωτό: Frederic Boissonna, Παρνασσός 1929)
Στην αρχαία Αίγυπτο, οι σκλάβοι δεν φορούσαν παπούτσια ή φορούσαν σανδάλια φτιαγμένα από φύλλα φοίνικα. Οι πολίτες φορούσαν σανδάλια κατασκευασμένα από πάπυρο. Μόνο όσοι βρισκόταν σε υψηλή θέση επιτρεπόταν να φορούν μυτερά σανδάλια. Το κόκκινο και το κίτρινο χρώμα στα παπούτσια επιτρεπόταν μόνο στην υψηλή κοινωνία. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς σε ποια κοινωνική τάξη ανήκει ο καθένας, κοιτώντας απλώς τα παπούτσια του.

Τα παπούτσια είναι γεμάτα μύθους και ιστορίες στην λαογραφία όλων των φυλών. Το παπούτσι, ακόμη και σήμερα, πρωταγωνιστεί σε πολλές ιστορίες. Από τα φτερωτά σανδάλια του Ερμή, τη Σταχτοπούτα, μέχρι το φετίχ της Κάρι Μπράντσο, σε όλες τις αρχαίες και ξεχασμένες γλώσσες υπάρχει μια ιστορία σχετική με τις ιδιότητες των παπουτσιών.

Τα τακούνια έχουν μακρά ιστορία στην ανθρώπινη κουλτούρα, ξεκινώντας από τον 16ο αιώνα και τις γυναίκες της αριστοκρατίας. Μερικά ήταν τόσο ψηλά που οι γυναίκες χρειαζόταν βοήθεια από τους υπηρέτες τους για να μετακινηθούν. Η μόδα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη Βενετία. Οι πόρνες ξεκίνησαν να φορούν τακούνια και το ύψος των παπουτσιών έγινε τεράστιο, και γυναίκες άρχισαν να πέφτουν από το τρομερό ύψος και να σκοτώνονται, μέχρι που ένας νόμος έβαλε περιορισμούς στο ύψος των γυναικείων υποδημάτων. Σήμερα το υπερβολικό ύψος στα παπούτσια εξακολουθεί να γοητεύει, και όταν ο Alexander McQueen έφτιαξε τα τακούνια Armadillo για την επίδειξη μόδας του 2010, κάποια μοντέλα αρνήθηκαν να τα φορέσουν επειδή ήταν επικίνδυνα.

Για πολλούς αιώνες τα παπούτσια ήταν αποτέλεσμα χειρωνακτικής εργασίας από τεχνίτες, και η μορφή του δεν έχει αλλάξει, παρά μόνο η διακόσμηση. Τα χειροποίητα παπούτσια εξακολουθούν να θεωρούνται σύμβολο στάτους και πολυτέλειας, και είναι αυτά που μένουν αναλλοίωτα για περισσότερα χρόνια. Σήμερα οι μηχανές της Goodyear Welt κατασκευάζουν 1.200 ζευγάρια σε 8 ώρες.

(Πηγή:m.lifo.gr)
(Φωτό: Willy Pragher, 1930)

Κουλουρτζής ή κουλουράς ή σιμιτζής ονομάζεται ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλάει κουλούρια (στα Τούρκικα «σιμίτ»). 
Στην Ελλάδα και στην Τουρκία, οι κουλουρτζήδες συχνάζουν σε μέρη όπου περνά πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία πόλεων, για να πουλήσουν τα κουλούρια τους. 
Μεταφέρουν τα κουλούρια είτε σε μεγάλα καλάθια, είτε σε τάβλες πάνω στις οποίες είναι τακτοποιημένα τα κουλούρια και τα πωλούν είτε κατευθείαν από αυτά είτε από γυάλινες, τροχήλατες προθήκες. 
Το κύριο εμπόρευμά τους είναι το κουλούρι Θεσσαλονίκης, με δακτυλιοειδές σχήμα και πολύ σουσάμι. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή των κουλουρτζήδων για να αγοράσει κανείς το προϊόν τους («Φρέσκα κουλούρια»).
Το κουλούρι είναι ένα έδεσμα από ψωμί και σουσάμι, με σχήμα τροχού, δηλαδή ένα σχήμα κύκλου που σχηματίζεται από ένα κυλινδρικό κομμάτι ψωμιού.
Τα κουλούρια είναι ένα οικονομικό και εύκολο στην κατανάλωση έδεσμα το οποίο συνήθως πωλούν υπαίθριοι πωλητές που ονομάζονται «κουλουρτζήδες» ή «κουλουράδες».

Το κουλούρι, είναι ένα αρτοποιητικό προϊόν που εμφανίζεται στη διατροφή του ανθρώπου από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Γίνεται γνωστό την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εμφανίζεται κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Η λέξη κουλούρι προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη “κολλίκιον”, που αναφέρεται σε πολλά βυζαντινά κείμενα.
Το επάγγελμα του αρτοποιού-κουλουροποιού ασκούσαν κατά κύριο λόγο Έλληνες από την Ήπειρο. Η παράδοση λέει ότι το σχήμα της κεφαλής των Ηπειρωτών προέρχεται από το βάρος της τάβλας των κουλουριών που κουβαλούσαν στο κεφάλι τους οι πωλητές. 
Γνωστή είναι επίσης και η ευχή της ηπειρώτισσας μάνας προς το αγόρι της, η οποία με ένα χτύπημα στο κεφάλι έλεγε: “Άντε και στην Πόλη κουλουρτζής”.
  Οι μικροπωλητές με τους ταβάδες στο κεφάλι ή με καλάθια ξεχύνονταν στους δρόμους από τα ξημερώματα και μέχρι τις 10-11 το πρωί ξεπουλούσαν. Τα κουλούρια ήταν ένα νόστιμο κολατσιό για τους εργαζόμενους και η χαρά των παιδιών τις Κυριακές μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Στην Πόλη οι κουλουρτζήδες διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με την ονομασία “κουλούρι Θεσσαλονίκης”. Πολύ αργότερα, την ίδια ονομασία χρησιμοποιούσαν και οι κουλουρτζήδες των Αθηνών, όταν έβγαιναν στις πλατείες με τις τάβλες στο κεφάλι. 
  Έτσι, οι ίδιοι οι τεχνίτες, παραγωγοί και πωλητές προσδιόρισαν ιστορικά το, τόσο διαδεδομένο σήμερα στην Ελλάδα, κουλούρι Θεσσαλονίκης με το γνωστό σχήμα, το μπόλικο σησάμι και την τραγανή γεύση.

(Πηγή: lolanaenaallo.blogspot.gr)
(Φωτό: Θεσσαλονίκη, 1947)

Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Ομηρο ως ιστός. Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα, για να ξεγελά με τον τρόπο αυτό τους «μνηστήρες» να την περιμένουν, ώσπου να τελειώσει το «διασίδι» της. Η Θεά Αθηνά στην αρχαιότητα προστάτευε την υφαντική γι' αυτό την ονόμαζαν «Εργάνη Αθηνά». 
Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια είναι αφιερωμένα στον αργαλειό και την ύφανση. Υπάρχουν πολλά τραγούδια του αργαλειού που τα τραγουδούσαν οι γυναίκες την ώρα που ύφαιναν. Στις παραδόσεις του ελληνικού λαού αναφέρονται ευχές και κατάρες σχετικά με τον αργαλειό.
Στα παλιά χρόνια οι γυναίκες ασχολούνταν με το ράψιμο, το κέντημα και την ύφανση. Και μάθαιναν τον αργαλειό, δηλαδή την ύφανση, από τις λεγόμενες «μαΐστρες». Οι κόρες ετοίμαζαν με τα ίδια τους τα χέρια σχεδόν όλα τα προικιά τους. Οι αρχοντοπούλες ύφαιναν κυρίως μεταξωτά και για να πατούν χωρίς να πονούν στο ποδαρικό του αργαλειού, συνήθιζαν να φορούν τα λεγόμενα «τερλέζια», που ήταν είδος παντόφλας με ελεύθερη τη φτέρνα. Οι γεροντότερες γυναίκες βοηθούσαν τα κορίτσια σε όλες τις προπαρασκευαστικές εργασίες και τραγουδούσαν συνήθως για τις νεαρές υφάντρες το τιμητικό τραγούδι:

«Δικός μου είναι ο αργαλειός, δικό μου και το χτένι,
δική μου και η πέρδικα που κάθεται και φαίνει»
Τα χοντρά υφάσματα ύφαιναν συνήθως οι ψυχοκόρες και οι κοπέλες που ξεσκόνιζαν το βαμβάκι και όχι οι θυγατέρες της οικογένειας. Και όσες πάλι νεαρές δεν ήξεραν ή από αμέλεια ή για άλλους λόγους να υφαίνουν, τις κορόιδευαν με το δίστιχο:
«Σαν δεν ήξερες να φάνεις
τα μασούρια τι τα βάνεις;»
Οι γυναίκες των οικογενειών που δεν ήταν εύπορες κουράζονταν περισσότερο για την ύφανση υφασμάτων γιατί τα πουλούσαν. Πολλές γυναίκες που δεν ήθελαν να υφάνουν μόνες τους, παράγγελναν να τους υφάνουν ότι ήθελαν σε ξακουσμένες «υφάντρες». Κι αυτές επειδή ήταν αναγκασμένες να κάθονται στον αργαλειό σε ορισμένη στάση χωρίς άλλες κινήσεις, τραγουδούσαν στενάζοντας:
«Το κέντημα είναι γλέντημα κ’ η ρόκα είναι σεργιάνι.
Μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολή μεγάλη»
Υπήρχαν όμως στίχοι που εξυμνούσαν τον αργαλειό:
«Τιμή μεγάλη και τρανή-πουν’ ο αργαλειός στο σπίτι
το κάθε δόντι του αργαλειού αξίζει μαργαρίτη»
«Μαλαματένιο τα’ αργαλειό
και φίλντισι το χτένι
και μια κοπέλα λυγερή
που τραγουδάει και φαίνει»

(Πηγή: evrospower.blogspot.gr)
Ορισμός: Ο επαγγελματίας ψαράς εργάζεται σε βάρκα ή ειδικά εξοπλισμένο σκάφος και με διάφορα σύνεργα αλιεύει ψάρια, μαλάκια ή οστρα-κοειδή, με σκοπό την πώληση τους.
Περιγραφή: Με το ψάρεμα ασχολούνται επαγγελματίες, αλλά και πολλοί ερασιτέχνες, ιδιαίτερα σε νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι επαγγελματίες ψαρεύουν στη θάλασσα και μικρός αριθμός τους σε λίμνες ή σε ποτάμια. Για ορισμένα είδη ψαρέματος συγκροτούνται οργανωμένες και πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις, όπως για το ψάρεμα τόνου ή αστακού.
Όταν ο ψαράς χρησιμοποιεί δίχτυα, τα τακτοποιεί ώστε να μη μπερδευτούν, όταν τα ρίχνει. Πριν ξημερώσει, τα μαζεύει, με τα χέρια του, είτε συνηθέστερα με τη χρήση μηχανημάτων και κάνει διαλογή των ψαριών ανάλογα με το είδος τους. Επιστρέφει στη στεριά, συνήθως τα ξημερώματα, και πουλάει το εμπόρευμα του.
Όταν το ψάρεμα γίνεται με αλιευτικά σκάφη, στην ανοικτή θάλασσα, τότε πρέπει να γίνουν κατάλληλες προετοιμασίες για πολυήμερο ταξίδι. Αρχικά φροντίζουν για τον εφοδιασμό του πλοίου με προμήθειες σε τρόφιμα και καύσιμα και την επιθεώρηση της καλής κατάστασης των διχτύων. Στη συνέχεια, εντοπίζεται με ειδικά μηχανήματα μια καλή τοποθεσία για ψάρεμα. Απλώνονται τα δίχτυα και την κατάλληλη στιγμή ο επικεφαλής, δίνει εντολή για το μάζεμα τους. Η ψαριά στη συνέχεια διαχωρίζεται κατά είδη και γίνεται κατάψυξη επάνω στο πλοίο, σε ειδικά ψυγεία. Αρκετές φορές πρέπει, πριν τη κατάψυξη, να γίνει ειδική επεξεργασία, όπως η αφαίρεση των εντοσθίων ή το κόψιμο του κεφαλιού και η εργασία αυτή πρέπει να γίνει γρήγορα από το πλήρωμα γιατί τα ψάρια είναι πολύ ευπαθή.
Το ψάρεμα με πετονιές, καμάκια, ψαροντούφεκα, παραγάδια, πυροφάνι είναι συνήθως πιο συναρπαστικό, ενώ με κλούβες και απόχες σε διβάρια, είναι πιο εύκολο και αποδοτικό.
Στο ψάρεμα χρησιμοποιούνται διάφορα αλιευτικά σύνεργα, όπως δίχτυα για βάρκες ή μηχανότρατες, παραγάδια, καμάκια, απόχες, ψαροντούφεκα, καλάθια, πετονιές με αγκίστρια, λάμπες ασετυλίνης και άλλα.
Εκπαίδευση: Παλαιότερα το επάγγελμα του ψαρά, δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και συνήθως οι ψαράδες μάθαιναν από τους γονείς ή συγγενείς τα μυστικά του. Σήμερα, παρόλο που η εμπειρία δεν υποκαθίσταται, οι μεγάλες ψαρόβαρκες έχουν όλα τα μοντέρνα συστήματα πλοήγησης όπως, αυτόματα συστήματα εντοπισμού θέσης, ασυρμάτους και άλλα. Πολλές φορές χρειάζεται να έχει κάποιος αποφοιτήσει από τις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού όπου η φοίτηση είναι τριετής, με ενδιάμεσες χρονικές περιόδους πρακτικής άσκησης. Τυπικά πάντως, δεν απαιτείται κάποιο πτυχίο πέρα από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.

Σπουδαιότητα: Το επάγγελμα του ψαρά είναι παραδοσιακό και πολλοί το ακολουθούν, συνεχίζοντας τη δουλειά των γονιών τους. Είναι σημαντικό, όταν κάποιος θέλει να γίνει ψαράς, να του αρέσει η θάλασσα και η φύση. Η πατροπαράδοτη εμπειρία είναι χρήσιμη, ώστε να γνωρίζει κάποιος τον κατάλληλο τρόπο, το χρόνο και το χώρο αλιείας κάθε είδους ψαριού. Οι γνώσεις πλοήγησης, η χειρωνακτική επιδεξιότητα και η ικανότητα χρήσης μηχανών, είναι επίσης απαραίτητες. Ακόμη, η ικανότητα αντίληψης χώρου για την επιλογή της κατάλληλης περιοχής, θεωρείται σημαντικό προσόν για την άσκηση του επαγγέλματος.

Περιβάλλον ενασχόλησης: Ο ψαράς απασχολείται ως μέλος πληρώματος σε αλιευτικό σκάφος, ενώ, αν το αλιευτικό είναι ιδιόκτητο, αυτοαπασχολείται και αρκετές φορές εμπορεύεται ο ίδιος τα αλιεύματα.

Επαγγελματικές συνθήκες: Ο ψαράς έχει, γενικά, να αντιμετωπίσει το υγρό στοιχείο με πολλούς κινδύνους, ιδιαίτερα σε κακές ή άστατες καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με το είδος του ψαρέματος, οι συνθήκες μπορεί να μεταβληθούν αρκετά. Για παράδειγμα, το ψάρεμα γαρίδας ή τόνου ή ακόμα και η αλιεία σφουγγαριών, γίνεται στην ανοικτή θάλασσα και το πλήρωμα μπορεί να λείπει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από το σπίτι του. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ψάρεμα γίνεται κατά τις νυχτερινές ώρες, με επιστροφή τα ξημερώματα. Το κρύο, η υγρασία, ο ήλιος ταλαιπωρούν συχνά τους ψαράδες.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο ψαρέματος, πολλές φορές απαιτείται σωματική δύναμη για την ανέλκυση των διχτύων, το καμάκιασμα των ψαριών ή τη διαλογή τους. Ακόμη, τις περισσότερες φορές ο ψαράς πρέπει να ανέχεται τη δυσοσμία που προέρχεται από τα ψάρια και γίνεται εντονότερη όταν η επεξεργασία τους γίνεται επάνω στο πλοίο. 
(Πηγή:www.epil.gr)
(Φωτό: Μύκονος, 1937)