1942 - O Ιωάννης Λαδένης ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την ατομική του επιχείρηση παραγωγής εσωρούχων. Η εταιρία ξεκίνησε τη λειτουργία της  κάτω από τις δύσκολες οικονομικοπολιτικές συνθήκες της εποχής και φυσικά με υποτυπώδη τεχνολογική υποστήριξη. 
1965 - H ατομική επιχείρηση του Ιωάννη Λαδένη μετεξελίχθηκε σε Ομόρρυθμη Εταιρία, οπότε και ετέθη ο θεμέλιος λίθος για τη δημιουργία της νεότερης εταιρίας . 
1970 - Έτος-σταθμός στην ιστορία της εταιρίας καθώς προχώρησε στη μεταστέγαση των εγκαταστάσεων παραγωγής σε νέο εργοστάσιο. Η κίνηση αυτή επέτρεψε την αύξηση της παραγωγής και τη διεύρυνση της γκάμας των προϊόντων της. 
1974 - Η Ομόρρυθμη του Ιωάννη Λαδένη μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Αφοί Ι & Β Λαδένης ΑΕ MINERVA" Βιομηχανία Πλεκτικής. 
1975 - 1995 - Η Μινέρβα σταδιακά εμπλουτίζει τη γκάμα των προϊόντων της ενώ παράλληλαεπενδύει σε τεχνολογικό εξοπλισμό και κτιριακές εγκαταστάσεις, αυξάνοντας την παραγωγική δυναμικότητα της. Παράλληλα, εδραιώνεται στην αγορά του ανδρικού εσωρούχου με ένα πολύ ισχυρό Brand Name. 
1995 - Οι κοινές ανώνυμες μετοχές της εταιρίας, ονομαστικής αξίας 100 δραχμές (ΕΥΡΩ 0.29) έκαστη, εισήχθησαν στην Κύρια Αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που καλύφθηκε από δημόσια εγγραφή και ιδιωτική τοποθέτηση. 
2001 - Η MINERVA ίδρυσε θυγατρική εταιρία στη Ρουμανία με την επωνυμία MINCO ROMANIA SRL, με σκοπό την παραγωγή μέρους των προϊόντων της και τη διάθεση των παραγόμενων προϊόντων στην αγορά της Ρουμανίας και των γειτονικών χωρών. 
(Πηγή: m.eirinika.gr)

Η Βιομηχανία Ζυμαρικών ‘ΗΛΙΟΣ’ ιδρύθηκε το 1932  στην Ελευσίνα και το 1934 μεταφέρθηκε στο κέντρο της Αθήνας σε ιδιόκτητο εργοστάσιο, στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το 1ο ΕΠΑΛ ΑΘΗΝΩΝ. 

Το 1937 πέρασε στην ομόρρυθμη εταιρεία των αδελφών Α. Σακκαλή. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σταμάτησε την παραγωγή των προϊόντων της. Μετά το τέλος του εισήγαγε νέα αυτόματα μηχανήματα και έβαλε τις αρχές της παράδοσης που εκφράστηκε με το σύνθημα ‘ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΠΟΙΟΤΗΤΑ’.

Το 1974 η εταιρεία εκσυγχρονίζεται και μεταφέρεται σε νέο κτίριο στο 11ο χλμ της Εθν. Οδού Αθηνών-Λαμίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. 

Το 1982 μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία συνεχίζοντας την καθιερωμένη παράδοσή της για εκλεκτής ποιότητας προϊόντα. 

Το έτος 1995 ολόκληρο το πακέτο των μετοχών αγοράζεται από τον αλευροβιομήχανο κ.  Παναγιώτη Σπ. Δάκο και η επωνυμία τροποποιήθηκε σε ‘ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΗΛΙΟΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠ. ΔΑΚΟΣ Α.Β.Ε.Ε.Ζ.Τ.’.

Η νέα διοίκηση πιστή και αυτή στο δόγμα της άριστης ποιότητας των παραγομένων ζυμαρικών και για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες της ελληνικής και διεθνούς αγοράς, έκανε τα επόμενα χρόνια σημαντικές μαζικές επενδύσεις.

Η εταιρεία είναι αμιγώς Ελληνική και το Διοικητικό της συμβούλιο αποτελείται από 6 μέλη.

Τα πρώτα ζυμαρικά της εταιρείας ονομάζονται ‘SANTÉ’. Μετά το τέλος  του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κυκλοφορούν τα ζυμαρικά ‘ΗΛΙΟΣ’, που ξέρουμε μέχρι σήμερα.

Το 1971 εξαγοράζεται η Ροδίτικη Βιομηχανία Ζυμαρικών ‘ROSOL’ και η Βιομηχανία Ζυμαρικών ‘ΗΛΙΟΣ’ παράγει πλέον και διανέμει  τα προϊόντα της, που έχουν μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου.

Το 1973 η εταιρεία  καινοτόμησε κυκλοφορώντας τα ‘ΗΛΙΟΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ’, με τα πετυχημένα μέχρι και σήμερα προϊόντα ’Χρυσή Σπαγετίνη’ και ‘Χρυσή Μανέστρα’.
Το 1981, τα πρώτα ελληνικά ζυμαρικά ‘Ολικής Αλέσεως ΗΛΙΟΣ’ είναι πραγματικότητα. Μια πολύ πρωτοποριακή σειρά προϊόντων για τη Ελλάδα της εποχής εκείνης σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην εγχώρια αγορά, ιδιαίτερα όμως στις αγορές του εξωτερικού

Επίσης, το 1990 η εταιρεία κυκλοφορεί τα ‘SAN ANTONIO’, μια νέα επιτυχημένη σειρά προϊόντων, και το 1992 το καταπληκτικό SPAGHETTI ESPRESSI ‘ΗΛΙΟΣ’ που βράζει σε μόλις δύο λεπτά, με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ).

(Πηγή: www.heliospasta.gr)
1865
Ίδρυση της εταιρείας ΠΙΤΣΟΣ Α.Ε. από την ομώνυμη οικογένεια για την παραγωγή μικρών οικιακών συσκευών και συσκευών πετρελαίου

1959
Έναρξη της παραγωγής ψυγείων και θερμαστρών πετρελαίου στο νέο εργοστάσιο του Ρέντη

1968
Κατασκευή ασπρόμαυρων τηλεοράσεων



1974 
Έναρξη συνεργασίας με τη Siemens Α.Ε.

1977 
Εξαγορά της ΠΙΤΣΟΣ από την BOSCH - SIEMENS HAUSGERATE GmbH και τη SIEMENS A.E. HELLAS

1986 
Συμφωνία συνεργασίας με τη Robert Bosch για τη διανομή των οικιακών συσκευών στην Ελλάδα

1989 
Έναρξη της παραγωγής ψυγείων

1990 
Λανσάρισμα των νέων κουζινών POP

1992 
Έναρξη της παραγωγής ψυγειοκαταψυκτών
Λανσάρισμα των ψυγείων NO FROST COMBI
Hλ. Ψυγεία Top Freezer με τεχνολογία λειτουργίας Static + No Frost

1993 
Λανσάρισμα της νέας σειράς MEDITERRANEE (επέκταση της γκάμας top freezer)

1994 
Διακοπή της χρήσης χλωροφθορανθράκων στην παραγωγή ψυγείων
Έναρξη εξαγωγής κουζινών στις Σκανδιναβικές χώρες

1996 
Μετονομασία της εταιρείας σε BSP A.B.E.
Έναρξη της παραγωγής ψυγείων με χρήση καθαρών υδρογονανθράκων (R600)
Λανσάρισμα των νέων μονόπορτων ψυγείων μικρού μεγέθους
Έναρξη μαζικής παραγωγής των 50 cm Table Top Refrigerators
Λανσάρισμα των κουζινών με φούρνους πυρολυτικού αυτοκαθαρισμού

1997 
Λανσάρισμα των Table Top Freezers 50 cm

1998 
Λανσάρισμα νέας σειράς κουζινών C.IC. σε σχέδιο soft-line
Λανσάρισμα νέων Bottom Freezers σε σχέδιο Bombee

1999 
Λανσάρισμα νέων Bottom Freezers 60 cm σε σχέδιο Bombee εξοπλισμένων με multi air-flow
Ψυγειοκαταψύκτης 60 cm KCL με συρτάρι συντήρησης σε θερμοκρασίες από 0°C έως + 3°C

2000 
Λανσάρισμα νέας σειράς κουζινών και ψυγείων INOX
Ψυγειοκαταψύκτης 60/70 cm με τεχνολογία Static, ηλεκτρονικό έλεγχο και ενεργειακή κλάση Α
Ψυγειοκαταψύκτης 60/70 cm με τεχνολογία "No Frost" και Multi Flow" για ομοιόμορφη κατανομή ψύξης

2002 
Μετονομασία της εταιρείας σε BSH Οικιακές Συσκευές Α.Β.Ε.

2005 
Συμπλήρωση 140 χρόνων από την ίδρυση της εταιρείας ΠΙΤΣΟΣ Α.Ε.

2006 
Νέα σειρά δίπορτων ψυγείων X-FROST

2007 
Νέα σειρά κουζινών IC2
Νέα σειρά δίπορτων ψυγείων και ψυγ/κτων X-FROST Τitanium

2009 
Νέα σειρά εντοιχιζόμενων κουζινών και φούρνων IC5
Νέος εξωτερικός σχεδιασμός ψυγείων και ψυγειοκαταψυκτών

2010 
Νέα σειρά ελεύθερων κουζινών IC2.5
Εορτασμός των 145 χρόνων από την ίδρυση της εταιρείας.
2011
Λανσάρισμα των πρώτων κλιματικά ουδέτερων, ως προς τη χρήση, οικιακών συσκευών στην Ευρώπη.
2012-2013
Σημαντική υποστήριξη Μη Κυβερνητικών Οργανισμών που έχουν ανάγκη σε οικιακές συσκευές
Προώθηση της Ανακύκλωσης οικιακών συσκευών μέσω μιας σειράς ενεργειών
2014
Τα πρώτα Inverter κλιματιστικά και οι πρώτες μικροσυσκευές pitsos
2015
Συμπλήρωση 150 ετών από την ίδρυση της εταιρίας

(Πηγή: www.pitsos.gr)

Η εταιρεία Cambas είναι ένα από τα παλαιότερα ονόματα της ελληνικής οινοποιίας. Τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της, το 1882, συνδέεται με την παραγωγή του περίφημου Brandy, που έφερε το όνομα της. Σύντομα, όμως, δημιουργεί κρασιά που επεκτείνουν τη φήμη της και στον αναπαραγωγικό χώρο. Μέσα σε μια δεκαετία καταφέρνει να γράψει ιστορία κι όλα αυτά πριν το 1900. Από τότε μέχρι σήμερα, η εταιρεία Cambas αποτελεί στην συνείδηση του καταναλωτή ένα όνομα που κάνει απολαυστική την καθημερινότητά του και τον φέρνει ακόμη πιο κοντά στον ελληνικό αμπελώνα. 

Στα χνάρια του ιδρυτή της, Ανδρέα Καμπά, ενός πραγματικού πρωτοπόρου για την εποχή του, η εταιρεία Cambas έρχεται να υιοθετήσει εξελιγμένες τεχνικές και να προσφέρει νέες προτάσεις, που ικανοποιούν τις ανάγκες και τις προτιμήσεις των καιρών μας. Η εταιρεία Cambas χαράζει τη νέα πορεία της με την υιοθέτηση τεχνικών όπως η σφράγιση κρασιών με βιδωτά πώματα νέου τύπου, αντί του φελλού και με την προσφορά κρασιού καλής ποιότητας σε συσκευασία με ασκό.

Οδηγούμενη από τη μεγάλη εμπειρία του χθες, αλλά και από τις ανάγκες του σήμερα, η εταιρεία Καμπάς έχει εξειδικευτεί στην τέχνη του παντρέματος διαφορετικών ποικιλιών, για την απόδοση πλούσιων και εύγεστων κρασιών. Η τέχνη αυτή, που απαιτεί βαθιά γνώση του ξεχωριστού χαρακτήρα κάθε ποικιλίας, φαντασία, αλλά και διορατικότητα, ταιριάζει απόλυτα στο χαρακτήρα της Cambas, που την υπηρετεί για την δημιουργία κρασιών με αταλάντευτη ποιότητα και γεύση.

Τα κρασιά που παράγει η εταιρεία Cambas είναι η Κάβα Καμπά Λευκή και Κόκκινη, η Νεμέα Reserve Καμπά και η Μαντίνεια Καμπά, το Λευκό, το Κόκκινο, το Κοκκινέλι Καμπά και η Ρετσίνα Καμπά, ο Μελίρυτος Ημίγλυκος Κόκκινος και Λευκός, το Σαββατιανό Καμπά, η Μαυροδάφνη Καμπά, η Ρετσίνα Καραβάκι, το Chardonnay και το Cabernet Sauvignon Cambas.

(Πηγή:www.newwinesofgreece.com)

Η απαρχή της λειτουργίας της πλεκτοβιομηχανίας “ΑΤΘΙΣ” βρίσκεται στο 1937 όταν ο Κ. Αναστασιάδης τοποθέτησε μια πλεκτομηχανή σε ένα υπόγειο της οδού Πολυκλείτου στην Αθήνα. Στα επόμενα δυο χρόνια ο Κ. Αναστασιάδης συνεργάζεται με τους Σ. Εβλιά και Γ. Σώζο, ιδρύοντας την ιστορική αυτή πλεκτοβιομηχανία.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής το εργοστάσιο στην οδό Ερμού 136, όπου μεταφέρθηκε η νεοσύστατη βιομηχανία λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του 1940, λειτουργούσε με μοναδικό σκοπό την συντήρηση και επιβίωση του προσωπικού.
Η απελευθέρωση οριοθετεί την αρχή μιας περιόδου ανάπτυξης για την εταιρεία. Εκτός της ριζικής ανανέωσης του μηχανολογικού εξοπλισμού και την υιοθέτηση νέων τεχνικών παραγωγής και εργασίας, η “ΑΤΘΙΣ” πρωτοπόρησε εισάγοντας στην ελληνική αγορά το 1950 και το 1955 τα ανδρικά σλίπ και τα τρυπητά εσώρουχα αντίστοιχα. Τα δυο αυτά προϊόντα ήταν εντελώς ξένα στην αγορά της Ελλάδας, και ενώ αρχικά υπήρχε σκεπτικισμός για το πώς θα τα υποδεχτεί το αγοραστικό κοινό, πολύ γρήγορα έγιναν αποδεκτά μέχρι που σήμερα θεωρούνται κλασσικά ανδρικά εσώρουχα.
Το 1957 εισάγονται στην ελληνική αγορά τα ισοθερμικά εσώρουχα με την ονομασία THERMOFAN. Κατασκευασμένα από νήματα PVC, και έχοντας μοναδικές ισοθερμικές και αντιρρευματικές ιδιότητες, αποτελούν μέχρι και σήμερα μια μοναδική καινοτομία. Άλλος ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία της εταιρείας αποτελεί η πολυετής συνεργασία με την Jockey International στους τομείς της κατασκευής και της εμπορίας των διεθνούς φήμης εσωρούχων “Jockey”, η οποία ξεκίνησε το 1966.
Στα χρόνια που ακολουθούν, διάφορα ατυχή γεγονότα (θάνατοι ιδρυτών, διαφωνίες συνεταίρων) επεμβαίνουν στην ανοδική πορεία της επιχείρησης. Μετά από πολλές περιπέτειες, η εταιρεία συνεχίζει να λειτουργεί από το 1990 κάτω από την διεύθυνση του Ν. Κυρκιλή. Το 1993, αρχίζει η παραγωγή και διάθεση των μάλλινων και μαλλοβάμβακων εσωρούχων ARCADIA, τα οποία λόγω της υψηλής τους ποιότητας κέρδισαν αμέσως την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των καταναλωτών.
(Πηγή: www.atthis-arcadia.gr)
«Τα πανιά αυτού του καραβιού, η τέντα αυτού του ρετιρέ, αυτό το στρώμα, αυτό το κάλυμμα, αυτές οι κουρτίνες, αυτά τα σεντόνια και μαξιλαροθήκες, αυτή η τέντα του φορτηγού… και άλλα πολλά, κατασκευάζονται από ύφασμα Πειραϊκής – Πατραϊκής», τόνιζε η διαφήμιση της εταιρείας τη δεκαετία του ’60. Τότε που η ιστορική κλωστοϋφαντουργία της χώρας μας βρισκόταν στον κολοφώνα της, με ετήσια παραγωγή που έφθανε να καλύψει δύο φορές την ελληνική ακτογραμμή.
Η εταιρεία που «έντυσε, στόλισε και νοικοκύρεψε» την Ελλάδα έχει τις ρίζες της στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν δύο τολμηροί νεαροί από την Αιτωλοακαρνανία, ο Χριστόφορος Κατσάμπας και ο Σταμούλης Στράτος,οραματίστηκαν τη δημιουργία μιας μονάδας που θα μπορούσε να παράγει υφάσματα και βαμβακερά εφάμιλλα σε ποιότητα εκείνων που μέχρι τότε εισάγονταν στη χώρα μας.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της «Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας» το 1919, με αντικείμενο, όπως ανέφερε ο Χρ. Κατσάμπας στα απομνημονεύματά του, «την βιομηχανίαν καλτσών και εκτύπωσιν μανδηλίων κεφαλής, την βαφήν και πώλησιν νημάτων, καθώς και την εμπορίαν λοιπών ψιλικών». Ήταν μάλιστα τόσο βαθιά η φιλία των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στο Αγρίνιο ενόσω εργάζονταν για έναν Πατρινό υφασματέμπορο, που φρόντισαν στο ιδρυτικό της εταιρείας να ορκιστούν ότι θα λύνουν πάντα φιλικά τις διαφορές τους, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου. Όπως ακριβώς και έγινε. Ήταν ίσως το πιο ταιριαστό δίδυμο επιχειρηματιών, οι οποίοι έγιναν και συγγενείς όταν οι δύο γιοι του ενός παντρεύτηκαν τις δύο κόρες του άλλου.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1923, οι δύο συνεταίροι δημιουργούν, με Μικρασιάτες πρόσφυγες, μία ταπητουργία στην Πάτρα. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο. Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία…
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του ‘20, καθώς και το επιχειρηματικό πνεύμα των δύο ιδρυτών, θα δημιουργήσουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της εταιρείας, που εξοπλίζεται πια, χάρη σε δάνειο από την Τράπεζα Εθνικής Οικονομίας, με υπερσύγχρονο κλωστήριο από τη Γερμανία. Ήταν μάλιστα τόσο σημαντικό και αξιοπερίεργο το γεγονός για την πόλη της Πάτρας, που οι κάτοικοί της είχαν συρρεύσει στο τελωνείο για να δουν ιδίοις όμμασι τα 1.300 κιβώτια που μόλις είχαν καταφθάσει από τη Γερμανία.
Το 1928 είχαν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για την εκπλήρωση του οράματος των κυρίων Κατσάμπα και Στράτου, με την έναρξη λειτουργίας του κλωστοϋφαντουργείου. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν κατ’ ευχήν, αφού σύντομα την περίοδο της μεγάλης ύφεσης η Πατραϊκή θα ‘’πνιγεί’’ στα χρέη και θα φθάσει μια ανάσα από τη χρεοκοπία.
Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, θα κατορθώσει όχι μόνο να διασωθεί, αλλά και να συγχωνευτεί εν έτει 1932 με μια άλλη προβληματική –και με ξεπερασμένη τεχνολογία- κλωστοϋφαντουργεία, την Πειραϊκή, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, ένα στον Πειραιά και ένα στην Καλλιθέα.
Στη συγχώνευση αυτή βασικό ρόλο διαδραματίζει η Εθνική Τράπεζα, που κατέχει και το πλειοψηφικό πακέτο, η οποία ουσιαστικά «δώρισε», όπως σημειώνουν μελετητές της εποχής, την Πειραϊκή στην Πατραϊκή, με σκοπό τη δημιουργία καρτέλ στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας, μολονότι τότε η Πατραϊκή κατέχει μόλις το 5% των ελληνικών νημάτων. Όντως, από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας το νέο σχήμα θα κυριαρχήσει στην αγορά εξαγοράζοντας άλλα κλωστήρια, αλλά και κλείνοντας επικερδείς συμφωνίες με τον Στρατό, τον οποίο προμηθεύει με σκηνές και καλύμματα αυτοκινήτων.
Το 1939, οι δύο συνεταίροι παίρνουν δάνειο 20 εκατ. δραχμών από την Εθνική Τράπεζα, αποκτώντας έτσι την πλειοψηφία των μετοχών της Πειραϊκής – Πατραϊκής, η οποία, όμως, έχει ήδη αναχθεί στον μεγαλύτερο χρεώστη της ΕΤΕ. Δυστυχώς, η πρακτική του υπέρμετρου δανεισμού θα αποτελέσει την ‘’αχίλλειο πτέρνα’’ της Π-Π, η οποία τις επόμενες δεκαετίες θα καταστεί δέσμια του κόστους χρηματοδότησης, ανήμπορη να απεμπλακεί και να προσαρμοστεί τάχιστα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς.
Την πορεία προς την κορυφή θα ανακόψει η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ανακοινώνεται ότι τα κέρδη της εταιρείας, η παραγωγή της οποίας προσανατολίζεται πλέον για να καλύψει τις ανάγκες του Στρατού, θα διατεθούν υπέρ των οικογενειών των στρατευμένων. Το εργοστάσιο της Π-Π, που έχει φθάσει να απασχολεί 2.000 εργάτες, θα συνεχίσει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της κατοχής, παραδίδοντας μέρος των μεγάλων αποθεμάτων της στους κατακτητές Γερμανούς, προκειμένου να μην επιταχθούν οι εγκαταστάσεις της.
Τις επόμενες δεκαετίες, η Πειραϊκή – Πατραϊκή θα γιγαντωθεί, φθάνοντας, στην ακμή της, να κατέχει εννέα εργοστάσια, να απασχολεί 7.000 υπαλλήλους και να παράγει 25 εκατομμύρια μέτρα ετησίως. Εξίσου επιτυχημένη ήταν και η διαφημιστική καμπάνια της εποχής, η οποία προέτρεπε τους καταναλωτές «να προσέξουν την ούγια να γράφει Πειραϊκή – Πατραϊκή». Οι δε συντελεστές της, οι Χριστόφορος Κατσάμπας και Σταμούλης Στράτος, που πλέον έχουν παραχωρήσει τα ηνία στη δεύτερη γενιά, θα τιμηθούν το 1964 από τον τότε υπουργό Βιομηχανίας Ιωάννη Ζίγδη ως πρωτεργάτες στην προσπάθεια της χώρας μας «να γίνει κράτος βιομηχανικό και όχι φτωχός συγγενής των άλλων Ευρωπαίων».
Εν τέλει αποδείχθηκε ότι η παραπάνω δήλωση δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ευσεβής πόθος. Η Πειραϊκή – Πατραϊκή δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, αφού, πνιγμένη στα χρέη και τα κάθε λογής προβλήματα (υπεράριθμο προσωπικό, συχνές κυβερνητικές παρεμβάσεις κ.λπ.) θα ενταχθεί το 1984 με τον περίφημο νόμο 1386 στις ‘’προβληματικές εταιρείες’’ (συνολικά 128 τέτοιες εταιρείες κρατικοποιήθηκαν). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1992, η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ελλάδας θα περνούσε στην ιστορία, ενώ τα περιουσιακά της στοιχεία θα εκποιούνταν έναντι πινακίου φακής.
(Πηγή: ellas2.wordpress.com)

Η ιστορία της μπισκοτοβιομηχανίας Παπαδοπούλου μοιάζει λίγο με παραμύθι. Έχει το δράκο της, τη βασιλοπούλα της, έχει την κουζίνα με τις μαγικές συνταγές, έχει φτωχά παιδιά που γυρνάν όλη μέρα στους πλούσιους μαχαλάδες πουλώντας μπισκότα. Έχει πλούσιους και φτωχούς, ταξίδια και περιπέτειες· πολλές περιπέτειες. Και φυσικά διαθέτει ένα καλό τέλος: «…Με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».

Μια φορά κι’ ένα καιρό λοιπόν ζούσε σε μια πλούσια πόλη που την έλεγαν Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτεύουσα μιας απέραντης  αυτοκρατορίας, μια φτωχή ελληνική οικογένεια με το πιο κοινότυπο όνομα: οικογένεια ΠαπαδοπούλουΟ πατέρας Γιάννης ήταν ξυλουργός και τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την πολυμελή του οικογένεια: τη γυναίκα του Μαρία και τα τρία μικρά παιδιά τους τον Νίκο, τον Ευάγγελο και τον Θεόφιλο. Για να βοηθήσει τον άνδρα της και τα παιδιά της, η κυρά-Μαρία ζύμωνε και έψηνε κάθε μέρα κάτι θεσπέσια, γευστικά μπισκότα με μυστική συνταγή φυσικά. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε... Τα τρία αδέλφια ξεχυνόντουσαν με το πανεράκι τους στους μαχαλάδες της Πόλης πουλώντας τα πεντανόστιμα μπισκότα της μητέρας τους. Κάπως έτσι κατόρθωνε η φτωχή οικογένεια Παπαδοπούλου να τα βγάζει πέρα.

Βρισκόμαστε στο 1916. Η κυρά-Μαρία κάθε μέρα φουρνίζει όλο και περισσότερα μπισκότα, τα τρία μικρά αλωνίζουν καθημερινά την Πόλη και γυρίζουν κάθε βράδυ σπίτι τους εξαντλημένα, αλλά με άδεια πανέρια. Η κυρά-Μαρία έχει δώσει τώρα πια και όνομα στα μπισκότα της! Τα ονομάζει «πτι-μπερ», ενώ ο άνδρας της φτιάχνει μια ξύλινη σφραγίδα, με την οποία τα μπισκότα σφραγίζονται και γίνονται έτσι (πιο) αναγνωρίσιμαΗ γαλλική ονομασία (πτι μπερ = μικρά μπισκότα βουτύρου) είναι επιβεβλημένη,  αφού η γαλλική ζαχαροπλαστική είναι φημισμένη σ’ όλη την Ευρώπη και η Κωνσταντινούπολη, ως μεγάλη πρωτεύουσα, ακολουθεί κι΄αυτή τον συρμό (=μόδα) της εποχής.

Και φτάνουμε στο σκοτεινό 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα Μικρασιατικά παράλια δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στους Έλληνες της Πόλης. Η Μαρία Παπαδοπούλου χωρίς τον άνδρα της και με τα τρία παιδιά της επιβιβάζονται εσπευσμένα στο πλοίο που θα τους φέρει στη μακρινή Μασσαλία. Το ταξίδι κουραστικό Το πλοίο θα σταματήσει μερικές μέρες για ανεφοδιασμό υποχρεωτικά και στον Πειραιά. Η οικογένεια Παπαδοπούλου κατεβαίνει στο λιμάνι και αποφασίζει να δει και την Αθήνα λίγο προτού το πλοίο τους συνεχίσει το ταξίδι του για τη Μασσαλία…

Ας κάνουμε κι εμείς μια μικρή παύση στη διήγησή μας και ας επισκεφθούμε νοερά την Αθήνα του 1922. Τα πρώτα χρόνια η παρουσία των προσφύγων έδινε μια πολύ θλιμμένη όψη στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιαίτερα σε όλο το μήκος της Αθηνάς, στο Μοναστηράκι και την πλατεία Λουδοβίκου-Δημαρχείου, οι περιφερόμενοι ρακένδυτοι πρόσφυγες ήταν μια ζωντανή, διαρκής υπενθύμιση της μεγάλης καταστροφής. Μιας καταστροφής, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεχάσουν το γρηγορότερο. 

Οι δρόμοι είχαν γεμίσει παράγκες και πάγκους, όπου οι αγωνιούσες προσφυγικές οικογένειες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους, πουλώντας από τρόφιμα και ρούχα μέχρι οικιακά σκεύη κι εφόδια. Από κοντά, φυσικά, ακόμη πιο πρόχειρα «καφενεία» και «μαγέρικα» συνέθεταν με την αταξία, τη βρωμιά και το συνωστισμό τους μια χαοτική εικόνα. Η εικόνα συμπληρωνόταν από τα υπαίθρια σαράφικα της Αιόλου, όπου οι πρόσφυγες αντάλλασσαν τα τιμαλφή τους.  Για να μην ξεφύγει τελείως η κατάσταση, ο Δήμος αναγκάστηκε να δημιουργήσει στην Αθηνάς, στη Βαρβάκειο, μια νέα πιο συμμαζεμένη παραγκούπολη, ειδικά για την «αγορά των προσφύγων».

Ο αθηναϊκός λαός και ιδιαίτερα οι λαϊκές τάξεις, υποδέχτηκαν με θέρμη τους πρόσφυγες και, ξεχνώντας τα δικά τους βάσανα και προβλήματα, στριμώχτηκαν για να δώσουν χώρο, να δώσουν θέση σε μια μεγάλη ανθρώπινη μάζα που τριπλασίασε τον πληθυσμό της πόλης.

Πίνοντας τ’αναψυκτικά τους σ’ένα καφενείο κοντά στο Μοναστηράκι, η οικογένεια διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν παντελή άγνοια από μπισκότα. Αυτό ήταν! Η ιδέα έλαμψε σαν άλλη αστραπή. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα και σ’ ένα λεπτό η οικογένεια Παπαδοπούλου αναφώνησε: Μένουμε Ελλάδα!!!
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν την οικογένεια Παπαδοπούλου να μένει σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό και φυσικά -παλιά μου τέχνη κόσκινο- να ψήνει «πτι-μπερ» σ’ έναν παλιό φούρνο που είχε αγοράσει. Ο Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος, παλικαράκια πια, βολτάρουν με τα ποδήλατά τους στις γειτονιές της Αθήνας. Κι οι Παλιοί Αθηναίοι μαθαίνουν σιγά-σιγά να τρώνε μπισκότα!

Στην Ευρώπη συντελείται σταδιακά μια σοβαρή μεταβολή: Το μπισκότο, λιχουδιά πολυτελείας της λαίμαργης και σπάταλης γαλλικής γαστρονομίας ήδη από τον 18ο αιώνα,  δίνει τη θέση του στο μπισκότο- τρόφιμοΑυτή η γαστριμαργική μεταβολή ευνοεί αφάνταστα το «πτι-μπερ» που είναι χορταστικό χωρίς να λιγώνει, αφού είναι ελάχιστα γλυκό. Οι δουλειές με τα μπισκότα πάνε από το καλό στο καλύτερο. Το 1935 η οικοτεχνία Μπισκότων Παπαδοπούλου  μετατρέπεται σε βιοτεχνία, αφού εγκαθίσταται σένα μικρό εργοστάσιο στα Πετράλωνα, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού και αγοράζει τα πρώτα της μηχανήματα. Ένα μικρό φορτηγό έχει αναλάβει τη διανομή που λίγα ακόμη χρόνια πριν γινόταν με ποδήλατα. Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος έχει ήδη αναλάβει το τιμόνι της βιοτεχνίας…

Αυτό που διακρίνει τα πρώτα βήματα της βιοτεχνίας δεν είναι μόνο το καλό μπισκότο, το ανάγλυφο «με τα δοντάκια», αλλά και μια προηγμένη για την εποχήεμπορική αντίληψηΤα μπισκότα συσκευάζονται σε καλαίσθητα τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο με ελκυστικές ετικέτες. Κυριαρχούν παιδικά μοτίβα. Ταυτόχρονα είναι και πρακτικοί αποθηκευτικοί χώροι, στους οποίους μπορεί κανείς να φυλάξει, όταν αδειάσουν, χίλια-δυο πράγματα.

Έτσι η μικρή βιοτεχνία αντιμετωπίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον εγχώριο ανταγωνισμό (μικρές βιοτεχνίες και φούρνους όπως είναι ο «Τσίτας» στην Πανεπιστημίου) και κυρίως τις εισαγόμενες αγγλικές και γαλλικές ετικέτες.

Κάπου εδώ τελειώνει και η περίοδος της Παλιάς Αθήνας που ενδιαφέρει την ιστοσελίδα και το παραμύθι μας τελειώνει…. Ας επαναλάβουμε κι εμείς το στερεότυπο: «Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα».

Η νεότερη ιστορία της εταιρείας δεν είναι διόλου παραμύθι και σίγουρα η παραπάνω ευχή μας έπιασε. Πράγματι… και ζήσανε αυτοί καλύτερα…

Στη νεότερη ιστορία της πόλης μας, τα μπισκότα Παπαδοπούλου  μετατρέπονται από βιοτεχνία σε βιομηχανίαΤο 1955 ανοίγει το εργοστάσιο της Πέτρου Ράλλη, που είναι και η σημερινή έδρα της επιχείρησης. Ακολουθούν τα εργοστάσια στη Θεσσαλονίκη (1974), στο Βόλο (1984) και στα Οινόφυτα (1990). Ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος θα μας δώσει σε δύο γραμμές τη φιλοσοφία της επιχείρησης που, από το 1971 έγινε Ανώνυμη Εταιρεία: «Εμείς οι παλιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα κι όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε πάντα μια μακρόπνοη στρατηγική. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».

Δίπλα στα «πτι-μπερ» προστέθηκαν κράκερς, κρακεράκια, τα «Μιράντα», τα «Γεμιστά», τα «Caprice», διάφορα αρτοσκευάσματα και τόσες άλλες λιχουδιές. Όλα τα παραπάνω πλούτυναν τις επιλογές κι άνοιξαν για την επιχείρηση ακόμη περισσότερες εμπορικές ευκαιρίες στην Ελλάδα και τη δυνατότητα για πετυχημένες εξαγωγές σε 40 χώρες του εξωτερικού. Οι λέξεις «Μπισκότα» και «Παπαδοπούλου» είναι πλέον ταυτόσημες για τον καθένα μας. Από το 1996 η εταιρεία πιστοποιεί σταδιακά όλες τις διοικητικές και παραγωγικές της μονάδες σε διεθνή πρότυπα διαχείρισης ποιότητας και ασφάλισης τροφίμων (ISO-HACCP), ενώσήμερα απασχολεί 1.000 άτομα.


Το 1992 πέθανε ο «Πατριάρχης» της επιχείρησης, Ευάγγελος Παπαδόπουλος. Ένα χρόνο νωρίτερα ο γαλλικός κολοσσός γαλακτοκομικών «Danone», εξασφάλισε με 10% τη συμμετοχή του στην ελληνική επιχείρηση. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι τα επιχειρηματικά οράματα του Ευάγγελου Παπαδόπουλου δεν συνέπιπταν με τους στρατηγικούς στόχους της γαλλικής εταιρείας. Τον νομικό γόρδιο δεσμό ανέλαβε να λύσει η πρωτότοκος κόρη του Ευάγγελου, Ιωάννα, σπουδασμένη χημικός, που από μικρή μπερδευόταν καθημερινά στα πόδια και στην επιχείρηση του πατέρα της. Το 2008 προς μεγάλη έκπληξη του επιχειρηματικού κόσμου κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 100% των μετοχών της επιχείρησης. Πολλοί της έχουν δώσει από τότε το προσωνύμιο «σιδηρά κυρία».

(Πηγή:www.paliaathina.com)
Η Ιζόλα είναι μια ελληνική εταιρία κατασκευής οικιακών συσκευών. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής είναι στην Θήβα και κατασκευάζει ψυγεία, κουζίνες και θερμοσίφωνες.  Αποτέλεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικής επιχειρηματικότητας στον τομέα της βιομηχανίας κατά την μεταπολεμική περίοδο και την περίοδο εξηλεκτρισμού της Ελλάδας.
Ιδρύθηκε το 1930 από Μικρασιάτες πρόσφυγες κατασκευάζοντας μονωτικούς σωλήνες και σιδηροσωλήνες, εμαγιέ και καζανάκια. Το 1951 παρουσίασε την πρώτη κουζίνα Ελληνικής κατασκευής και ένα χρόνο μετά το πρώτο ψυγείο Ελληνικής κατασκευής.

Κατά την περίοδο 1932-1934, ο Παναγιώτης Δράκος έγινε από μέτοχος του 20%, ιδιοκτήτης της Ιζόλα. Το 1937, η εταιρεία αποκτά ιδιόκτητο κτίριο στην Καλλιθέα (Τζιτζιφιές).
Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιζόλα επιτάσσεται διαδοχικά από την ελληνική κυβέρνηση, τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Άγγλους το 1945, αρχικά για να καλύψει τις ανάγκες της Αεροπορίας και στη συνέχεια ως συνεργείο αυτοκινήτων.
Μετά τον πόλεμο η οικογενειακή επιχείρηση προσπαθεί να λάβει έγκριση μακροχρόνιου δανείου στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ στον τομέα κατασκευής σωλήνων, αλλά δε θα τα καταφέρει, με αποτέλεσμα να στραφεί στον κλάδο των ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, όπου και τελικά πέτυχε τη δανειοδότηση.
Το 1963, Ο Παναγιώτης Δράκος εγκαταλείπει τη θέση του προέδρου και ανακηρύσσεται επίτιμος πρόεδρος. Ο Γεώργιος Δράκος, γιος του προαναφερθέντος, διετέλεσε πρόεδρος του ομίλου εταιρειών Ιζόλα και του ΣΕΒ (1958-1968). Υπό τη διοίκησή του η επιχείρηση θέσπισε πρωτοποριακές σχέσεις με το προσωπικό (συμβούλια προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησης, συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της εταιρείας, επιμόρφωση των εργαζομένων στο χώρο εργασίας) και χρησιμοποίησε συστηματικά τη διαφήμιση των προϊόντων της, με κύριο σύνθημά της ότι «έφερνε τον πολιτισμό στο σπίτι» κατά τη δεκαετία του 1950-1960 και σήμα κατατεθέν της το ελεφαντάκι.
Η επιχείρηση διέθετε διαρκή έκθεση στην οδό Αμερικής στο κέντρο της Αθήνας, όπου παρουσιάζονταν οι ηλεκτρικές της συσκευές, καθιερώνοντας το σύστημα πώλησης ηλεκτρικών ειδών με μηνιαίες δόσεις.
Η Ιζόλα προωθεί δύο τύπους ψυγείων, οκτώ τύπους κουζινών, τρία μεγέθη θερμοσιφώνων, καθώς και θερμάστρες,καλοριφέρ, λουτρά, νιπτήρες κ.ά. Οι κατασκευές αυτές είναι κυρίως από σίδηρο ή εμαγιέ.
Το 1974, είχε δημιουργηθεί ένας όμιλος πέντε βιομηχανιών εξειδικευμένων στην παραγωγή οικιακών συσκευών. Ωστόσο, η πετρελαϊκή κρίση και ο ξένος ανταγωνισμός οδήγησαν σε χρέη την εταιρεία. Στο τέλος του 1977, η Ιζόλα και η Εσκιμόδημιούργησαν κοινή εταιρεία, την Ελίντα, η οποία περιλάμβανε τον τομέα ανάπτυξης και τα εμπορικά σήματα και των δυο πλευρών.
Το 1986, η ΕΛΙΝΤΑ χαρακτηρίστηκε «προβληματική επιχείρηση» και το 1991 έκλεισε λόγω χρεωκοπίας.
Στις 3 Μαρτίου του 2015, ανακοινώθηκε ότι η εταιρεία θα επαναλειτουργήσει από την Γ.Ε Δημητρίου Α.Ε.Ε

(Πηγή: el.m.wikipedia.org)
Λίγα είναι αυτά που εμπιστευόμαστε χρόνια τώρα, λίγα είναι αυτά που μας ενώνουν παρά να μας χωρίζουν.  Και δεν είναι τυχαίο βέβαια, που αυτά που μας ενώνουν συνήθως έχουν να κάνουν με φαγητό και με το οικογενειακό τραπέζι. Όταν γίνεται λοιπόν λόγος για τη MISKO, ξέρουμε πως δε μιλάμε απλά για ζυμαρικά, αλλά για μια συνήθεια χρόνων.
Η ιστορία της MISKO είναι μεγάλη. Ξεκινάει το 1927 στον Πειραιά από δυο Σμυρνιούς πρόσφυγες, το Φώτη Μιχαηλίδη και το Μίνω Κωνσταντίνη, οι οποίοι  ξεκινούν ένα εργαστήρι παρασκευής  ζυμαρικών. «Βαφτίζουν» την επιχείρησή τους  ΜΙΣΚΟ από τα αρχικά των επιθέτων τους και ξεκινάνε την πορεία τους, γράφοντας την αρχή μίας από τις πιο συναρπαστικές σελίδες στην ελληνική γαστρονομική ιστορία.
Οι πρώτες αφίσες της MISKO κάνουν πάταγο λέγοντας ότι τα μακαρόνια MISKO βγάζουν «2 πιάτα παραπάνω στο κιλό», ότι τα παιδιά «λατρεύουν τη μανούλα που τους μαγείρεψε μακαρόνια ΜΙΣΚΟ» και ότι «420.000 πιάτα ΜΙΣΚΟ σερβίρονται ημερησίως στην Ελλάδα».
Tο 1953 η MISKO περνάει στα χέρια του διορατικού Ελευθέριου Μαντζίκα και χάρη στο επιχειρηματικό δαιμόνιο του τα ζυμαρικά MISKO γίνονται τα ελληνικά ζυμαρικά που θρέφουν γενιές και γενιές Ελλήνων. Η MISKO γίνεται η πρώτη ελληνική εταιρία που συσκευάζει τα μακαρόνια της τη δεκαετία του ’50.
Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι… MISKO
Από τότε η MISKO κάνει πολλά και μεγάλα βήματα, με κορυφαία στιγμή όταν συναντάει τον Ακάκιο, μια από τις πιο γνώριμες μορφές στην ελληνική διαφήμιση, που έφτασε να γίνει πολιτιστική αναφορά για το σύνολο των Ελλήνων. Ο καλόγερος που ξεκίνησε με το γαϊδουράκι του να φέρνει μακαρόνια MISKO στο μοναστήρι του και πέρασε στην ιστορία της ελληνικής διαφήμισης ως ορόσημο.
Μάλιστα, πρόσφατα η MISKO αναβίωσε αυτό το πολύ γνωστό σύμβολο για όλους τους Έλληνες με νέα καμπάνια της. Σε αυτή τη νέα καμπάνια ενσαρκώνει ο γνωστός έλληνας ηθοποιός Δημήτρης Μαυρόπουλος.
Ωστόσο  και μετά τον Ακάκιο η MISKO συνεχίζει να πρωτοπορεί χαράζοντας νέους δρόμους στην ελληνική διαφήμιση. Με πασίγνωστες καμπάνιες όπως «Ο Μύλος»  και «Η Ζωή δίνει τη γεύση», παρουσιάζει μια νέα τάση στην επικοινωνία των τροφίμων, υποστηρίζοντας την υψηλή αισθητικήσε συνδυασμό με την ποιότητα και την ελληνικότητα.
Ποιότητα MISKO
Η δημοτικότητα της MISKO αυξάνεται  διαρκώς, με τα ζυμαρικά MISKO να καταναλώνονται απότους 9 στους 10  Έλληνες κάθε χρόνο. Αυτό όμως που στηρίζει την αύξηση αυτή είναι τα ανώτερα ποιοτικά ανταγωνιστικά της χαρακτηριστικά. Ένας μοναδικός συνδυασμός χαρακτηριστικών όπως η ιστορία, η τεχνογνωσία, η εξαιρετική ποιότητα πρώτων υλών, η γεύση, η καινοτομία, οσεβασμός προς τον καταναλωτή και η αγάπη για την Ελλάδα.
Μετρώντας ήδη 86 χρόνια παράδοσης και εμπειρίας η MISKO  διαθέτει πάνω από 55 σχήματα με επιλογές για μοντέρνες συνταγές (γεμιστά ζυμαρικά, κανελόνια κλπ.), αλλά και όλα τα σχήματα ζυμαρικών που χρησιμοποιούνται στις παραδοσιακές συνταγές (κριθαράκι, φιδές, αστράκι, πεπονάκι κλπ). Τα ζυμαρικά MISKO παράγονται στην Ελλάδα σ’ ένα από τα πιο σύγχρονα και μεγαλύτερα εργοστάσια της Ευρώπης, αν αναλογιστεί κανείς ότι παράγει 55.000 τόνους ζυμαρικά το χρόνο που αντιστοιχούν σε 550.000.000 πιάτα.
MISKO σημαίνει Ελλάδα
MISKO σημαίνει Ελλάδα, όχι μόνο στη γεύση. MISKO σημαίνει Ελλάδα και σε ότι αφορά τη στήριξη της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Η MISKO στηρίζει πάνω από 5.000 Έλληνες παραγωγούς, συνεχίζοντας να κρατάει ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων και των προδιαγραφών της. Τα ζυμαρικά MISKO φτιάχνονται αποκλειστικά από επιλεγμένο σιτάρι υψηλής ποιότητας που προέρχεται από 260.000 στρέμματα Ελλήνων παραγωγών, με τους οποίους η MISKO έχει μακροχρόνια συνεργασία.
Για τον γεωργό που προμηθεύει το σιτάρι του, τους περισσότερους από 200 εργαζόμενους στον Μύλο του Βόλου και το εργοστάσιο στον Ελαιώνα Βοιωτίας αλλά και για χιλιάδες οικογένειες, η MISKO είναι κομμάτι της καλής Ελλάδας που αγαπάμε. Για τους χιλιάδες Έλληνες ομογενείς η γεύση των ζυμαρικών MISKO, το πακέτο με τον Ακάκιο και η μυρωδιά του φρεσκομαγειρεμένου φαγητού είναι ένα κομμάτι της ταυτότητας που ενώνει όλους τους Έλληνες των εθίμων και της αμέριστης ποιότητας.
Δεν είναι λοιπόν μυστήριο ή αξιοπερίεργο πώς μια επιχείρηση που άρχισε δειλά τις γειτονιές του Πειραιά, να γίνει συνώνυμο των ελληνικών γεύσεων, του ελληνικού πολιτισμού και της επιχειρηματικότητας που στηρίζει και ταξιδεύει «μπροστά» την Ελλάδα.

(Πήγη: www.toarkoudi.gr)

«Μη φοβάσαι τη δουλειά, κανείς δεν πέθανε από αυτή. Εργάσου σα να είσαι αθάνατος», έλεγε ο Ελευθέριος Μουζάκης, η ηγετική μορφή της εταιρείας Κλωστές Πεταλούδα-Μουζάκης, που ξεκίνησε σαν πλανόδιος πωλητής κι έφτασε να εφαρμόζει τεχνικές μάνατζμεντ προτού καν έρθει το μάνατζμεντ στην Ελλάδα.

 Πολλά χιλιόμετρα είχε κάνει στη ζωή του ο Ελευθέριος Μουζάκης, το τέρμα των οποίων ήταν η ενασχόληση με την εμπορία κλωστών και η δημιουργία μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες εταιρείες στην Ελλάδα. Το παιδάκι που κάποτε ξεγέλασε κάποιος στη Σμύρνη παίρνοντάς του τα παπούτσια με το αντάλλαγμα ενός καρυδιού, κούφιου όπως αποδείχτηκε, έμαθε το μάθημά του, ασχολήθηκε με το εμπόριο και αναδείχθηκε στον «πιο ειλικρινή Έλληνα φορολογούμενο», όπως τον χαρακτήρισαν.

Ο Ελευθέριος Μουζάκης γεννήθηκε το 1915 στη Σμύρνη, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Εκεί ζούσε σε μια «κλασική» μεσοαστική οικογένεια, που γρήγορα όμως κλήθηκε να ζήσει ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, τη Μικρασιάτικη καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Από τη Σμύρνη και μετά από πολλές δυσκολίες, χωρίς χρήματα, τροφή ή νερό, η οικογένεια κατάφερε να φτάσει στη Ζάκυνθο, που ήταν ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του Μουζάκη. Εκεί προσπάθησαν να επιβιώσουν με πολλές οικονομικές δυσκολίες, μιας και δεν υπήρχαν ούτε εργασία ούτε σπίτι και παρόλη την έμπρακτη συμπαράσταση της κοινωνίας.

Η οικονομική στενότητα ήταν αυτή που ξύπνησε το επιχειρηματικό δαιμόνιο στο μικρό ακόμη τότε Λευτέρη, ο οποίος σκέφτηκε να μάθει να φτιάχνει με πηλό διάφορα παιχνίδια και να τα πουλάει.

Οι δυσκολίες, ωστόσο, για την οικογένεια στένευαν όλο και περισσότερο τα περιθώρια, γι’ αυτό και δεν άργησε η μετακόμισή τους στην Αθήνα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, όμως ούτε εκεί τα πράγματα άλλαξαν ριζικά, με τον πατέρα να μην βρίσκει δουλειά και τη μητέρα να εργάζεται ολημερίς για να ζήσει μια εξαμελή οικογένεια.

Από τη δύναμη αυτή της μητέρας του ο Μουζάκης εμπνεύστηκε και παραδειγματίστηκε στη ζωή του. Έχει άλλωστε δηλώσει πως από τον πατέρα του διδάχτηκε την πίστη στο θεό και την πατρίδα και από τη μητέρα του τη δύναμη να μάχεται για να κερδίζει τον αγώνα της ζωής.

Και αυτό το δεύτερο μάθημα ο Μουζάκης το θεωρούσε πιο σημαντικό, «διότι χωρίς την οικονομική δυνατότητα δεν στέκεται ούτε θρησκεία ούτε πατρίδα».
Οι νόμοι της αγοράς
Στον Πειραιά θα λέγαμε έκανε το ντεμπούτο του στο εμπόριο ο Μουζάκης. Σε ηλικία έντεκα ετών ασχολήθηκε με ένα πιο «σύγχρονο» προβληματισμό.

Πώς θα μπορούσε να αυξήσει τα χρήματα που είχε στις τσέπες του. Κι έτσι τα επένδυσε σε μερικές σοκολάτες, τις οποίες στη συνέχεια μεταπούλησε βγάζοντας μικρό κέρδος. Οι σοκολάτες όμως δεν ήταν αρκετά εμπορεύσιμο προϊόν και ο Μουζάκης που μάλλον εν αγνοία του ακολουθούσε τους νόμους της αγοράς και του μάρκετινγκ, αναζήτησε τις πραγματικές ανάγκες των καταναλωτών.

Και τις βρήκε όταν διαπίστωσε πως υπήρχε πρόβλημα με τις μύγες και τους κοριούς. Το πρόβλημα αυτό δημιουργούσε ζήτηση για μυγοπαγίδες και ναφθαλίνη, και ο Μουζάκης ήταν εκεί για να ικανοποιήσει τη ζήτηση.
Η «Πεταλούδα» ανοίγει τα φτερά της

Έπειτα από διάφορες δουλειές στο δρόμο έφτασε και η ώρα για «προαγωγή» με την απασχόληση σε ένα μαγαζί με καφέδες και γλυκά, χωρίς ιδιαίτερη δουλειά ωστόσο. Και εκεί φάνηκε η αγάπη του Μουζάκη για το εμπόριο, αφού, παρόλο που δεν ήταν δική του δουλειά, αναζητούσε συνεχώς τρόπους αύξησης των πωλήσεων.

 Η θητεία του Μουζάκη στις «υπαίθριες» αγορές και στα διάφορα καταστήματα συνεχίστηκε μέχρι που τέλειωσε το σχολείο. Τα αντικείμενα που εμπορεύτηκε ήταν ποικίλα, όπως είδη κιγκαλερίας, καραμέλες και λαχανικά. Μάλιστα η μαναβική τον είχε εμπνεύσει τόσο που είχε αποφασίσει πως προοριζόταν για το χονδρεμπόριο οπωροκηπευτικών.

 Όλα αυτά όμως προτού μια αγγελία για δουλειά τού αλλάξει ριζικά το αντικείμενο εργασίας του, και την ίδια του τη ζωή, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Η πρώτη «εσωτερική» δουλειά του Μουζάκη ήταν υπάλληλος στην εταιρεία αντιπροσωπειών Ραζή, η οποία εμπορευόταν παντός είδους αντικείμενα. Εκεί εκδήλωσε όλη τη δημιουργικότητα και την όρεξη για δουλειά, χαρακτηριστικά για τα οποία έγινε αργότερα γνωστός.

Εν έτει 1933 ο Μουζάκης είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ραζή, ωστόσο η εταιρεία λόγω της επιβολής περιορισμών στις εισαγωγές αναγκάστηκε να κλείσει. Η επόμενη επιχειρηματική ασχολία του Ραζή ήταν μια μονάδα κλωστών. Η εταιρεία «Τρία Αστέρια» ιδρύθηκε το Δεκέμβρη του 1933 με το Μουζάκη, μόλις 19 ετών, να αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντή, ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνταν και μόνος του στον κλάδο με την υποστήριξη πάντα του Ραζή και έχοντας απορρίψει προτάσεις συνεργασίας με ανταγωνιστές του.

Το έργο της εταιρείας ήταν εξαιρετικά δύσκολο αφενός διότι στην αγορά είχαν επικρατήσει οι κλωστές «Κιθάρα» και αφετέρου διότι οι πρώτες κλωστές της εταιρείας ήταν χαμηλής ποιότητας. Η εταιρεία δεν «περπάταγε» παρά τις έξυπνες προσπάθειες του Μουζάκη να προσεγγίσει περιοχές όπου η επικράτηση του ανταγωνιστή ήταν πιο χλιαρή ή να συνεργαστεί με ξένο ευρωπαϊκό όμιλο. Όλες αυτές οι προσπάθειες σταδιακά πάγωσαν. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε όταν ο Μουζάκης αγόρασε μια ποδοκίνητη μηχανή και παράλληλα αποθήκευε μεγάλες ποσότητες νημάτων. Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα και ο Μουζάκης κλήθηκε να διευθύνει τον Τρίτο Τομέα Εφοδιασμού της Τρίτης Μεραρχίας στην Αλβανία. Με την επιστροφή του στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής, ουσιαστικά έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της εταιρείας-ορόσημο στον κλάδο της κλωστοβιομηχανίας και της προσωπικής του πορείας, την «Πεταλούδα».

Βέβαια, ο Μουζάκης οδηγήθηκε στην αυτοαπασχόληση έπειτα από μια δικαστική διαμάχη με μέτοχο της εταιρείας Ραζή και την αποχώρησή του στη συνέχεια. Αυτή η διαμάχη όμως δεν ήταν η μόνη που είχε να αντιμετωπίσει ο Μουζάκης, ο οποίος με την επίσημη ίδρυση του πρώτου εργοστασίου κλωστών «Πεταλούδα» το 1949 αρχίζει να γίνεται ένας υπολογίσιμος ανταγωνιστής στον κλάδο.

Η καλή πορεία της εταιρείας «Πεταλούδα» και η εδραίωσή της στην αγορά προσέλκυσε το ενδιαφέρον της DMC, μιας γαλλικής εταιρείας που στην Ελλάδα αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω της επικράτησης των μεταξιών «Ελέφας». Η συνεργασία αυτή, ωστόσο, δεν ειδώθηκε από καλό μάτι στην αγορά μιας και επικρατούσαν οι πρακτικές της μαύρης αγοράς εκείνη την περίοδο, κι έτσι ξεκίνησε ένας πόλεμος εναντίον του με πρωτεργάτη τον ιδιοκτήτη της «Ελέφας», συνεργάτες εταιρείες, οργανώσεις, χονδρέμπορους κατασκευαστές και συνεργούς κρατικούς εκπροσώπους.

Η όλη επιχείρηση, ωστόσο, ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση,  και έστω κι έπειτα από πολύ κόπο, ο Μουζάκης δικαιώθηκε. Και δικαιώθηκε θα λέγαμε και σε δεύτερο επίπεδο, αφού οι πρώην φλογεροί ανταγωνιστές του τελικά έγιναν πιστοί συνεργάτες του. Έτσι, το 1952 άνοιξε τον κύκλο των μεγάλων εξαγορών φέρνοντας κάτω από την ομπρέλα του ονόματος «Κλωστήρια Ελ. Μουζάκης ΑΕ» 17 επιχειρήσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η «Ελέφας»
Υποχρέωση να υπάρχει ως το 2021

Οι επεκτάσεις, η καθετοποίηση της παραγωγής με τη δημιουργία ενός κλωστηρίου, η σύναψη πολλών συνεργασιών, η εξωστρέφεια, η είσοδος σε νέες αγορές και η συγκέντρωση του συνόλου σχεδόν του κλάδου στα χέρια του Μουζάκη σημάδεψαν την περίοδο ως το 1980. Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε ο εκσυγχρονισμός και οι επεκτάσεις των εργοστασίων.

Και με την ίδια φιλοσοφία συνεχίστηκε η δραστηριοποίησή του ως το τέλος της ζωής του, στις 28 Σεπτεμβρίου του 2006. Ο Μουζάκης είχε μέχρι τότε κερδίσει το σεβασμό της ίδιας της αγοράς, του είχαν άλλωστε προσφέρει διοικητική θέση σε ευρωπαϊκό όμιλο, είχε εκλεγεί σύμβουλος στο ΕΒΕΑ και είχε δεχτεί την αναγνώριση οικονομολόγων και συμβούλων του κλάδου.

Και όπως κάποτε με επιμονή και θέληση κατάφερε να αποδείξει τις πολιτικές ντάμπινγκ από το εξωτερικό, την ίδια δύναμη θέλησε κληρονομήσει η εταιρεία του μετά το θάνατό του.

Μέσω της διαθήκης του κατέστησε την «Πεταλούδα» απρόσβλητη αμείβοντας όλο το προσωπικό της με μπόνους και προτρέποντας κάθε εργαζόμενο να πράξει ό,τι καλύτερο μπορεί για την επιχείρηση, ώστε να παραμείνει στην αγορά για πολλά ακόμα χρόνια η εισηγμένη στο Χρηματιστήριο εταιρεία του και να μην αποτελέσει πεδίο κερδοσκοπικών συμφερόντων.

Οι άμεσοι οικογενειακοί κληρονόμοι του, που κατέχουν το 85% των μετοχών της βιομηχανίας, αλλά και οι συνεργάτες του και στελέχη της επιχείρησης, στους οποίους μεταβιβάζει το υπόλοιπο 15% δεσμεύονται μέχρι το έτος 2021 να μην προβούν σε καμία πώληση και να κρατήσουν ζωντανή την κλωστοϋφαντουργία στην Ελλάδα.

Σύγχρονες πρακτικές

Ο τρόπος που λειτουργούσε επιχειρηματικά ο Μουζάκης μαρτυρούσε ένα άνθρωπο που χωρίς να έχει σύγχρονες γνώσεις περί οργάνωσης και προώθησης πωλήσεων, τεχνικές μάνατζμεντ ή μάρκετινγκ τις εφάρμοζε αποτελεσματικά.

Πνεύμα οξυδερκές, λοιπόν, είδε από νωρίς τη σημασία της πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας, γι’ αυτό και στόχος του ήταν εκπρόσωποι της εταιρείας και δείγματα των προϊόντων του να μπουν σε όλα τα σπίτια και τα σχολεία –αφού εκείνη την εποχή γίνονταν μαθήματα ραπτικής.

Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο δόμησε τη στρατηγική της εταιρείας του ήταν η διαφήμιση, αφού κατάλαβε από νωρίς το ρόλο της στη διαμόρφωση της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Στόχος ήταν η διαφήμιση σε όλα τα μέσα ούτως ώστε οι κλωστές «Πεταλούδα» να γίνουν πασίγνωστες. Πάσα διαφήμιση ήταν δεκτή, άμεση ή έμμεση, με την αποστολή δειγμάτων, στο ραδιόφωνο, το θέατρο ή το σινεμά, έντυπη, στοχευμένη στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή με ευρύτερο σκοπό, όπως π.χ. η εκστρατεία προώθησης των ελληνικών προϊόντων.

Έχοντας μάλιστα χιούμορ περί το 1944, όταν πια πλησίαζε το τέλος του πολέμου και η πιθανότητα να δικαστούν οι δύο υπεύθυνοι, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι δηλαδή, ο Μουζάκης εμπνεύστηκε μια έξυπνη διαφήμιση. Στο έντυπο εικονίζονται τα δύο πρόσωπα δεμένα πισθάγκωνα και τυλιγμένοι με κλωστή από ένα χαρτονάκι «Πεταλούδα». Στην εικόνα, ο Χίτλερ προσπαθεί μα λυθεί και ο Μουσολίνι του απαντάει: «Μπορεί Φύρερ μου να έχεις σπάσει γραμμές και οχυρά, αλλά την κλωστή Πεταλούδα που μας έχουνε δέσει δε θα τη σπάσεις ποτέ».

Η διαφήμιση αυτή προοριζόταν να δημοσιευτεί μετά την επίσημη αποχώρηση των στρατευμάτων της Γερμανίας από τη χώρα. Η επιμονή όμως ενός φίλου και συνεργάτη του Μουζάκη από τα Χανιά οδήγησε τη διαφήμιση πριν της ώρας της στην περιοχή των Χανίων, όπου και έγινε χαμός...

(Πηγή: www.agronews.gr)