Ο μεγάλος Έλληνας (μικρασιάτης) επιφυλλιδογράφος και θεατρικός συγγραφέας, λάτρης του Λεωνιδίου και ιδιαιτέρως της συνοικίας του Κοιλάσσου, Δημήτρης Ψαθάς έγραφε: «...Καρναβάλι στη Πάτρα και Πάσχα μόνο στο Λεωνίδιο».
Το ξεχωριστό χρώμα το δίνει το πέταγμα των «αερόστατων»το βράδυ της ανάστασης, ένα έθιμο που απαντάται μόνο στη πόλη αυτή και αναβιώνει κάθε χρόνο. Πρόκειται για ένα από τα μοναδικά και πιο φαντασμαγορικά πασχαλινά έθιμα της Ελλάδας.
Με το Χριστός Ανέστη από τις πέντε ενορίες παίρνουν φωτιά οι κολλημάρες των αεροστάτων, οι ποτισμένες με λάδι και πετρέλαιο, πληρούν με ζεστό αέρα -που είναι ελαφρύτερος- τα αερόστατα και με ένα τεχνικό στρίψιμο τα ωθούν οι ενορίτες προς τα πάνω απελευθερώνοντάς τα, αυτά ανεβαίνουν στα μεσούρανα και για 30-40 λεπτά κατακλύζουν τον ουρανό, προσθέτοντας 500-600 αστέρια σ΄ αυτά της ανοιξιάτικης γλυκιάς αναστάσιμης νύκτας.
Το θέαμα είναι μοναδικό, όταν καίγεται κάποιο αερόστατο από υπερβολικά μεγάλη κολλημάρα, ή από πολύ πετρέλαιο, ή ακόμη όταν μπερδεύεται στα σύρματα της ΔΕΗ, η αγωνία κορυφώνεται, διότι οι ανταγωνιστές των άλλων ενοριών κρατούν λογαριασμό αποτυχιών, για να ακολουθήσουν τα πειράγματα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα στην ψησταριά του Δήμου.

Τα αερόστατα, αφού ετοιμάζονται από τα παιδιά εβδομάδες πριν, από κάθε ενορία, αφήνονται - ρίχνονται εκατό με εκατόν είκοσι.
Δε γνωρίζουμε την προέλευση του εθίμου, αλλά οι παλιότεροι θυμούνται ότι ξεκίνησε περίπου το 1910-1915 (πληροφορία του μακαρίτη θεολόγου Νικολάου Οικονομάκη), από τον ΠαπαΔημήτρη Κουτσογιάννη ή τον Ευάγγελο Καρακλή.
Οι κόλλες που κατασκευάζονται τα αερόστατα έχουν χρώμα συνήθως μπλέ, πράσινο, πορτοκαλί, αλλά το χρώμα που κυριαρχεί είναι το κόκκινο και το κίτρινο.
Στην αρχή ενώνουν δύο κόλλες χαρτί μεταξύ τους, π.χ. μία κόκκινη και μία μπλέ, ύστερα τις κάνουν τέσσερις βάζοντας τα χρώματα αντίθετα (κόκκινο-μπλέ, μπλέ-κόκκινο). Μετά τις τέσσερις κόλλες χαρτί τις κάνουν οκτώ, τις οκτώ δεκαέξι.
Κατόπιν φτιάχνεται η κορυφή, ο θόλος του αεροστάτου, o κουμπές. Τσακίζουν τις δύο άκρες της κορυφής τριγωνικά, τις κόβουν και μετά τις κολλούν με σύγχρονη κόλλα εμπορίου,(παλιά η κόλλα ήταν από ζυμάρι η αλευρόκολλα). Ακολουθεί το καλάμωμα, το ράψιμο δηλαδή λεπτυσμένου καλαμιού στο στόμιο του αεροστάτου. Μετά το ράψιμο στο καλάμι τοποθετείται σταυρωτά σύρμα και σ΄ ένα γάντζο ακριβώς στη διασταύρωση των συρμάτων τοποθετείται η κολλημάρα. Το άναμμα της κολλημάρας και το πέταγμα του αεροστάτου μόνο στο Λεωνίδιο και τη στιγμή που ο παπάς ψέλνει το Χριστός Ανέστη, έχει τη μοναδική του αξία, πουθενά αλλού δεν υπάρχει αυτό το έθιμο.
(Πηγή: www.iefimerida.gr)

                    

Από τα πιο όμορφα και τα πιο γραφικά Υδραίϊκα έθιμα είναι η περιφορά του Επιταφίου, μέσα στη θάλασσα, που γίνεται με μεγάλη Κατάνυξη το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στα Καμίνια.
Μετά από την περιφορά του Επιταφίου στη συνοικία, η πομπή καταλήγει στη θάλασσα, όπου μπαίνουνε οι βαστάζοι ίσαμε τα γόνατα και ακουμπάνε τα πόδια του Επιταφίου στο νερό, για να ευλογηθούν και να καθαγιαστούν τα νερά. Στη συνέχεια γίνεται δέηση υπέρ των ναυτικών που ταξιδεύουν, για ήσυχα ταξίδια και καλό γυρισμό.
Το έθιμο πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στα Καμίνια το έτος 1923 και από τότε επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο σύμφωνα με την παράδοση.
Ξεκίνησε από τους σφουγγαράδες των Καμινίων, των οποίων τα σφουγγαράδικα καΐκια αναχωρούσαν μετά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και επέστρεφαν κοντά στην ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Το θέαμα είναι μεγαλοπρεπές, φαντασμαγορικό και κάθε Μεγάλη Παρασκευή παρακολουθείται με κατάνυξη και ευλάβια από όλους τους ενορίτες και πολλούς ξένους που έρχονται στα Καμίνια για να παρακολουθήσουν ειδικά αυτό το έθιμο.
Η περιφορά του Επιταφίου στα Καμίνια γίνεται νωρίτερα απ' ό,τι στην πόλη της Ύδρας για να μπορέσουν οι επισκέπτες του νησιού να δουν όλα τα έθιμα.
Στην πόλη της Ύδρας, μετά την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών της Αποκαθηλώσεως, οι καμπάνες των ενοριών σημαίνουν πένθημα. Πρώτη σημαίνει η Μεγάλη Καμπάνα του Μοναστηριού και ακολουθούν οι καμπάνες των υπολοίπων ενοριών, της Αγίας Βαρβάρας, της Υπαπαντής και του Αγίου Δημητρίου. Όλοι οι Επιτάφιοι συγκεντρώνονται στη βόρεια είσοδο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου, στην πλατεία Π. Κουντουριώτη στο λιμάνι και ακολουθεί η Περιφορά των Επιταφίων μέσα από τα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόλης της Ύδρας.

(Πηγή:ydra.gov.gr)

Ο σαϊτοπόλεμος είναι ένα από τα πιο παλιά Πασχαλινά έθιμα στην Μεσσηνία με επίκεντρο την πόλη της Καλαμάτας. Το έθιμο έχει τις απαρχές του στην επανάσταση του 1821 και αναβιώνει κάθε Κυριακή του Πάσχα.
 Σύμφωνα με την παράδοση, οι Μεσσήνιοι χρησιμοποίησαν τις σαΐτες για να σταματήσουν την επιδρομή του ιππικού των Τούρκων. Ο δυνατός θόρυβος που προκλήθηκε, τρόμαξε τα άλογα, τα οποία έριξαν τους αναβάτες και άρχισαν να τρέχουν τρομαγμένα. Αυτή η νίκη ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη νικηφόρο πορεία των αγωνιστών.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, μετά την Καθαρά Δευτέρα διάφορες ομάδες που αποκαλούνται “Μπουλούκια” αρχίζουν την σαρανταήμερη προετοιμασία τους. Ο σαϊτοπόλεμος αναβιώνει κάθε Κυριακή του Πάσχα στην Καλαμάτα και σε λίγες ακόμη περιοχές της Μεσσηνίας, όπως η Εύα, ο Άρις και η  Θουρία. Τα πρώτα μπουλούκια δημιουργήθηκαν το 1920 με 1930 και συνήθως απαρτίζονται από δέκα περίπου άτομα . 
Κάθε ένα «μπουλούκι» για να κατασκευάσει εκατό με εκατόν είκοσι σαΐτες, όπως συνηθίζεται, χρειάζονται εκατό κιλά μπαρούτι. Ετοιμάζουν τα χαρμάνια και γεμίζουν τους χαρτονένιους σωλήνες που θα σκάσουν την Κυριακή του Πάσχα. Οι σαΐτολόγοι αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο πάθος και ενθουσιασμό το συγκεκριμένο έθιμο και περιμένουν το σύνθημα για να αρχίσουν την εκτόξευση.
Η πόλη αφήνει ανοιχτή πρόσκληση σε όσους από σας θέλετε να παρακολουθήσετε την αναβίωση αυτού του εθίμου και να απολαύσετε ένα μοναδικό θέαμα.
(Πηγή:kalamatain.gr)

Οι εκδηλώσεις αρχίζουν την Μεγάλη Παρασκευή με τις αναπαραστάσειςτης ζωής και των Παθών του Κυρίου. Ένα έθιμο που, σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, ξεκίνησε πριν από το 1937 με εμπνεύστρια και πρωτεργάτιδα την τότε δασκάλα του χωριού μας κ. Βασιλεία Καφούρου.

Το έθιμο αυτό διαφυλάχτηκε από τους κατοίκους μέχρι σήμερα. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μέσα σε μια ατμόσφαιρα Χριστιανικής κατάνυξης θα βιώσετε μοναδικά έθιμα. Κατά μήκος της περιφοράς του Επιταφιου γύρω από τη Μάρπησσα και σε χαρακτηριστικά σημεία, λαμβάνουν χώρα σκηνές από τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού. Σ΄αυτές συμμετέχουν νέοι και παιδιά του χωριού μας, ντυμένοι με ρούχα εκείνης της εποχής. Το γενικό κλίμα συγκίνησης που επικρατεί μεταφέρει τους πιστούς πολύ εύκολα στην Ανάσταση του Λαζάρου, την Είσοδο στα Ιεροσόλυμα, στην Μετάνοια της Μαγδαληνής, στον Μυστικό Δείπνο, στην Προσευχή στο όρος των Ελαιών, στον Πόντιο Πιλάτο, στην Ανάβαση στον Γολγοθά, στην κρεμάλα του Ιούδα, στην Σταύρωση, την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Χριστού.

Οι εκδηλώσεις ολοκληρώνονται με την Γιορτή της Αγάπης, που πραγματοποιείται την ημέρα του Πάσχα στον χώρο του Γηπέδου της Μάρπησσας. Την ημέρα αυτή κάνοντας πράξη το μήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου, που είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, σύσσωμο το χωριό γιορτάζει την Ανάσταση του Κυρίου στην «Γιορτή της Αγάπης», γλεντά και αφήνει στην άκρη τα προβλήματα της καθημερινότητας. Εκεί προσφέρονται παραδοσιακό ψητό αρνί, κόκκινα αυγά και άφθονο παριανό κρασί. Την εικόνα συμπληρώνουν τα τοπικά μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα.

(Πηγή: www.paros-tours.gr)
Με το σήμα της πρώτης Ανάστασης στις 12μμ, οι κάτοικοι της Κέρκυρας πετούν τεράστια κανάτια γεμάτα νερό – τους μπότηδες – από τα μπαλκόνια τους. Οι μπότηδες ςίναι τα πήλινα κανάτια με στενό στόμιο και δυο χερούλια στο πλάι για τη μεταφορά τους. Τα μπαλκόνια είναι στολισμένα και οι κάτοικοι δένουν στους μπότηδες κόκκινες κορδέλες – το κόκκινο είναι το χρώμα της Κέρκυρας.
Το έθιμο με το σπάσιμο των κανατιών το Πάσχα στην Κέρκυρα έχει μακρά ιστορία που χάνεται πάλι στην εποχή της Ενετοκρατίας, ωστόσο υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες για το πώς ξεκίνησε. Και επειδή βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπου ο χριστιανισμός και το Δωδεκάθεο αλληλομπλέκονται, οι θεωρίες έχουν τις αναφορές τους στις δυο αυτές θρησκείες.
Κάποιοι λένε ότι το έθιμο είναι των Καθολικών της Ενετοκρατίας, όπου στην αρχή του χρόνου οι κάτοικοι πετούσαν τα παλιά τους πράγματα για να μπορέσει ο νέος χρόνος να τους φέρει καινούρια και καλύτερα. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας οικειοποιηθήκαν το έθιμο, αντικαθιστώντας όμως τα παλιά πράγματα με τα κανάτια για να προκαλέσουν μεγαλύτερη φασαρία.
Η δεύτερη θεωρία αναφέρεται στην περίοδο των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι τον Απρίλιο γιόρταζαν την αρχή της γεωργικής και βλαστικής περιόδου, πετώντας τα παλιά τους κανάτια για να γεμίσουν τα νέα με τους νέους καρπούς. Κάποιοι θα σας πουν σίγουρα στην Κέρκυρα ότι όποια και να είναι η αλήθεια, οι Κερκυραίοι αρέσκονται να ξορκίζουν το κακό με τα κανάτια τους, σημαίνοντας και τη λήξη του χειμερινού λήθαργου και την αναγέννηση της Φύσης.
Αν βρεθείτε στην Κέρκυρα κατά το σπάσιμο των Μπότηδων, μην παραλείψετε να πάρετε μαζί σας και ένα κομματάκι και να το κρατήσετε μαζί σας όλο το χρόνο – οι ντόπιοι θα σας πουν ότι θα σας φέρει καλή τύχη.
Κι εκεί που η φασαρία των μπότηδων τελειώνει, οι Φιλαρμονικές ξεχύνονται στους δρόμους παίζοντας χαρμόσυνη μουσική αυτή τη φορά – το εμβατήριο “Μη φοβάστε Γραικοί” κυριαρχεί στον αέρα.
(Πηγή:www.corfu-airport-carhire.com)

Πρόκειται ίσως για το πιο θεαματικό εγχώριο έθιμο που πραγματοποιείται κάθε χρόνο την ώρα της Ανάστασης στη Χίο, μεταξύ των δύο ενοριών του Βροντάδου, του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας της Ερειθιανής.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, χωρίς να υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το πότε και πώς ξεκίνησε, ενώ ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για αυτό πριν το 1950. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στα παλιά χρόνια τα παιδιά του Βροντάδου, και των δύο ενοριών, έπαιζαν πετροπόλεμο με σφεντόνες. Η αφορμή του πετροπόλεμου ήταν, μάλλον, το ότι ο οικισμός του Αγίου Μάρκου ήταν νεότερος από αυτόν της Παναγίας της Ερειθιανής, κάτι που δημιουργούσε αντιπαλότητες ανάμεσα στα παιδιά, με αποτέλεσμα να φεύγουν πέτρες από την μία πλευρά προς την άλλη και τούμπαλιν.
Στην πορεία, οι σφεντόνες αντικαταστάθηκαν από κανονάκια, τα οποία έφερναν οι Βρονταδούσοι ναυτικοί, όταν παροπλίζονταν τα πλοία. Τα κανόνια στήνονταν στις αυλές των δύο εκκλησιών και κατά την Ανάσταση έριχναν κανονιές με στόχο να σπάσουν η μία τα τζάμια της άλλης. Το 1889, ωστόσο, το έθιμο θεωρήθηκε επικίνδυνο (λογικό) με αποτέλεσμα να απαγορευτούν τα κανόνια και να αντικατασταθούν με ρουκέτες -όχι πως οι ρουκέτες είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κάποιος όταν του μιλάνε για ασφάλεια, αλλά σίγουρα κανόνια δεν είναι.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, χωρίς να υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το πότε και πώς ξεκίνησε, ενώ ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για αυτό πριν το 1950. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στα παλιά χρόνια τα παιδιά του Βροντάδου, και των δύο ενοριών, έπαιζαν πετροπόλεμο με σφεντόνες. Η αφορμή του πετροπόλεμου ήταν, μάλλον, το ότι ο οικισμός του Αγίου Μάρκου ήταν νεότερος από αυτόν της Παναγίας της Ερειθιανής, κάτι που δημιουργούσε αντιπαλότητες ανάμεσα στα παιδιά, με αποτέλεσμα να φεύγουν πέτρες από την μία πλευρά προς την άλλη και τούμπαλιν.
Στην πορεία, οι σφεντόνες αντικαταστάθηκαν από κανονάκια, τα οποία έφερναν οι Βρονταδούσοι ναυτικοί, όταν παροπλίζονταν τα πλοία. Τα κανόνια στήνονταν στις αυλές των δύο εκκλησιών και κατά την Ανάσταση έριχναν κανονιές με στόχο να σπάσουν η μία τα τζάμια της άλλης. Το 1889, ωστόσο, το έθιμο θεωρήθηκε επικίνδυνο (λογικό) με αποτέλεσμα να απαγορευτούν τα κανόνια και να αντικατασταθούν με ρουκέτες -όχι πως οι ρουκέτες είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κάποιος όταν του μιλάνε για ασφάλεια, αλλά σίγουρα κανόνια δεν είναι.
(Πηγή: The Huffington Post)

Ο αμαξάς ήταν κάτι σαν το σημερινό ταξιτζή. Ένα επάγγελμα που τραγουδήθηκε πάρα πολύ από τον κόσμο εκείνης της εποχής.
Για τη δουλειά του ο αμαξάς χρησιμοποιούσε ένα τετράτροχο αμάξι, με αραμπά, που το έσερναν ένα ή δύο άλογα και μ' αυτό εκτελούσε μεταφορές ανθρώπων ή ένα δίτροχο αμάξι, τη σούστα, που μ' αυτήν έκαναν τις βόλτες τους οι ρομαντικοί της εποχής, αλλά τη χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους και οι επίσημοι.
Τον αμαξά τον συναντούσε κανείς στις πιάτσες των μεγάλων πόλεων, στα λιμάνια, στους σταθμούς των τρένων και αλλού. Εκεί περίμενε τους πελάτες για να τους μεταφέρει στον προορισμό τους μαζί με τα πράγματά τους.
Ντυμένος όμορφα και καθισμένος περήφανα στο «μπαλκόνι» της άμαξάς του, περίμενε υπομονετικά κουβεντιάζοντας με τους άλλους αμαξάδες. Στο χέρι κρατούσε το καμουτσίκι, που το χτυπούσε με μαεστρία, και στο κεφάλι φορούσε μια τραγιάσκα, για να προστατεύεται από τον ήλιο. Δίπλα του είχε πάντα ένα κουδουνάκι, που το χτυπούσε κατά τη διαδρομή, για να κάνει αισθητή την παρουσία του.

(Πηγή: 3lyk-n-filad.att.sch.gr)
(Φωτό: Σπέτσες)
Για πολλούς αιώνες οι άνθρωποι ήθελαν να αποθηκεύουν τα τρόφιμά τους, να τα συντηρούν για όλη τη χρονιά και να τα χρησιμοποιούν όταν τα χρειάζονταν. Τότε δεν υπήρχαν ούτε τα ψυγεία, ούτε οι καταψύκτες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν στηριζόταν σε υλικά και μέσα που τους παρείχε η φύση, Για παράδειγμα ένας τρόπος συντήρησης των τροφίμων ήταν η χρήση του αλατιού. Εκείνο όμως που ήταν το βασικό μέσον αποθήκευσης ήταν τα αγγεία, φτιαγμένα από πηλό. Όλοι έχουμε δει σε μουσεία να σώζονται ακόμη και σήμερα τεράστια πιθάρια και άλλα αντικείμενα από πηλό.
 Ακόμη και για πολλά χρόνια, στον 20ο αιώνα, τα πήλινα σκεύη ήταν τα μοναδικά μέσα αποθήκευσης των τροφίμων. Για πρώτη φορά αναφέρεται ψυκτικό μηχάνημα το 1860, αλλά η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων για οικιακή χρήση άρχισε μετά το 1950.  Νωρίτερα υπήρχαν τα ψυγεία πάγου. Αυτά όμως στην περιοχή μας και ιδιαίτερα στα χωριά δεν υπήρχαν καθόλου. Λίγα σπίτια είχαν ψυγείο πάγου στις Σάπες τη δεκαετία του 1950-60.  Μέχρι το 1950 τα πήλινα αγγεία ήταν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι οικογένειες στον τόπο μας και τα έφτιαχναν οι αγγειοπλάστες ή κανατάδες όπως τους λέει ο λαός μας.
Ο άργιλος - πηλός
Το νερό, το λάδι, το αλεύρι, το τυρί, τα παστά κρέατα και πολλά άλλα τρόφιμα ήταν αποθηκευμένα σε πήλινα σκεύη. Τα σκεύη αυτά, στάμνες, κανάτες, κιούπια, πιθάρια κ.λ.π. γινόταν από τον πηλό ή αλλιώς άργιλο. Ο άργιλος υπήρχε σε πολλές περιοχές του τόπου μας, αλλά ανακατεμένος με άλλα υλικά, άμμο, πέτρες κλπ.  Ο άργιλος όταν ανακατεύεται με το νερό γίνεται μια συμπαγής μάζα, που πλάθεται και παίρνει ό, τι σχήμα θέλουμε. Για να γίνει ένα σκεύος από πηλό πρώτα πρέπει να απομακρυνθούν οι ξένες ύλες. Ο πηλός όταν ψηθεί σε θερμοκρασία άνω των 1400 βαθμών χάνει όλα τα υγρά και γίνεται μια συμπαγής μάζα αφού λιώνουν τα διάφορα οξείδια των μετάλλων που κλείνουν όλους τους πόρους.
Οι κανατάδες
Ο κανατάς είναι ένα επάγγελμα που χάθηκε εδώ και χρόνια. Θα έχετε ακούσει το τραγούδι του "μπαρμπα-Γιάννη του κανατά". Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν μια γραφική και συμπαθητική φιγούρα ενός ανθρώπου που γύριζε όλη τη μέρα στις γειτονιές φορτωμένος με τις όμορφες λαγήνες του, που πρώτα τις έφτιαχνε στο εργαστήριό του και μετά έβγαινε στους δρόμους για να τις πουλήσει.
Ο κανατάς ήταν ένα σημαντικό επάγγελμα την εποχή που δεν υπήρχε το πλαστικό, αλλά και δεν ήταν διαδεδομένο το δίκτυο νερού στα σπίτια. Πριν από 40 - 50 χρόνια σε πολλές πόλεις και σ' όλα τα χωριά δεν υπήρχε κεντρικό δίκτυο νερού και τα σπίτια δεν είχαν νερό. Στα χωριά, τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στις αυλές τους κι από αυτά έβγαζαν νερό για να ποτίσουν τα κηπευτικά, τα δέντρα και τους κήπους τους. Το νερό των πηγαδιών όμως δεν ήταν πάντα πόσιμο. Γι αυτό οι νοικοκυρές ήταν υποχρεωμένες να προμηθεύονται το νερό από κάποιες κεντρικές βρύσες που υπήρχαν σε κάθε πόλη ή χωριό.  Το νερό αυτό το μετέφεραν με τις στάμνες.  Οι στάμνες ήταν φτιαγμένες από κόκκινο χώμα, που το έβρισκαν οι ειδικοί τεχνίτες, οι κανατάδες.
 Η δουλειά του κανατά
Ο κανατάς ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή πήλινων αντικειμένων. Τον πηλό  πρώτα τον κοσκίνιζαν καλά για να διώξουν την άμμο και τα άλλα άχρηστα υλικά.  Το καθαρό χώμα με την πρόσμειξη νερού το έκαναν πηλό και το έπλαθαν δίνοντάς του διάφορα σχήματα. Τα είδη που έφτιαχναν ήταν, εκτός από τις στάμνες που αναφέραμε, τα τσουκάλια, τα κιούπια, τα πιθάρια, οι γλάστρες, τα λαγήνια, τα πιάτα και άλλα.  Οι κανατάδες είχαν στο εργαστήριό τους ένα ειδικό εργαλείο με μια στρογγυλή βάση που περιστρεφόταν συνεχώς από τον ίδιο τον κανατά, συνήθως με τη βοήθεια του ποδιού του. Επάνω στη βάση τοποθετούσε αρχικά τη μάζα του πηλού και μετά με τα επιδέξια χέρια του έδινε στον πηλό το σχήμα που ήθελε, καθώς αυτός γύριζε την περιστρεφόμενη βάση του.
 Όταν έδινε το σχήμα που ήθελε και αφού το άφηνε λίγο να στεγνώσει το έβαζε μέσα σε φούρνο όπου με τη βοήθεια υψηλής θερμοκρασίας το έψηνε κι αυτό  αποκτούσε ανθεκτικότητα και στιλπνότητα.

(Πηγή: dim-sapon.rod.sch.gr)
 (Φωτό: Βούλα Παπαϊωάννου, Αίγινα 1950)
Το καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που λόγω της ομαλής κλίσης του επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν "καρναγιάρισμα" δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ. Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου ταρσανάς που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Και ενώ στην αρχή τα καρνάγια αποτελούσαν χώρους μόνο για μικρές επισκευαστικές κυρίως δραστηριότητες στη συνέχεια άρχισαν σ΄ αυτά να ναυπηγούνται και μεγαλύτερα σκάφη από εκείνα που ναυπηγούνταν στους ταρσανάδες. Έτσι μετά την Παλιγγενεσία οι πρώτες ναυπηγικές μονάδες ήταν τα μεγάλα καρνάγια της εποχής που βρίσκονταν στο Γαλαξίδι τη Σύρο και στον Πόρο. Πολύ αργότερα άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται επίσης και σ΄ άλλα νησιά όπως στην Αίγινα και βεβαίως στον Πειραιά και ειδικότερα στη περιοχή του Πειράματος.
Και όμως αυτές οι μικρές μονάδες απετέλεσαν την αρχή ("μαγιά") του ναυπηγικού θαύματος που παρατηρήθηκε αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε μία αξιοπρόσεκτη ελληνική ναυπηγική υποδομή φθάνοντας κάποια χρονική περίοδο η Ελλάδα να έχει τις μεγαλύτερες δεξαμενές της Μεσογείου και από τις μεγαλύτερες ναυπηγικές μονάδες του ίδιου χώρου.
(Πηγή:el.m.wikipedia.org)

* Νίκος Καββαδίας, Στεριανή ζάλη
Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. Τα ζώα έσφαζαν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι και πουλούσαν το κρέας στο χασάπη. Οι χασάπηδες έκαναν περιοδείες στα χωριά για να αγοράσουν ζώα. Αρχικά ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στεγάστηκαν και στήθηκαν οι πάγκοι. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας.

(Πηγή: www.ecomuseum.gr)
(Φωτό:  Henri Cartier-Bresson, Αθήνα 1953)

*Μάρκος Βαμβακάρης, Το χασαπάκι
Ο θερισμός του σιταριού και της βρίζας γινόταν τον Ιούνιο με κύριο εργαλείο το δρεπάνι. Κατά τον θερισμό τα στάχυα συγκεντρώνονταν σε μικρά δέματα, τα χερόβολα, κατόπιν πολλά τέτοια χερόβολα γίνονταν μεγάλα δεμάτια και μεταφέρονταν στην άκρη των αλωνιών και τοποθετούνταν σε μεγάλους σωρούς τις λεγόμενες θημωνιές. Τον Ιούλιο ακολουθούσε το αλώνισμα, στα αλώνια του χωριού που ήταν και είναι περιμετρικά έξω από αυτό.

Το αλώνι είναι ένας χώρος κυκλικός, επίπεδος και πλακόστρωτος και στο κέντρο υπήρχε ένας ξύλινος πάσσαλος ο "στρούηρας". Το αλώνι έπρεπε να ετοιμαστεί για να μπορέσει να δεχθεί τα άλογα και τα στάχυα.

Έτσι, η κάθε οικογένεια , μέρες πριν, ερχόταν στο αλώνι και το καθάριζε, του έβαζε φωτιά με άχυρα για να καούν τα αγριόχορτα. Μετά σκούπιζε και αρμολογούσε τους αρμούς από τις πέτρες, με ένα μείγμα κοπριάς από αγελάδα και στάχτη, που όταν στέγνωνε γινόταν σκληρό. Και φυσικά έτσι δεν μπορούσε να πάει χαμένος ούτε ένας κόκκος στάρι.

Παράλληλα γινόταν έλεγχος στον μεσαίο πάσσαλο γύρω από τον οποίο τυλίγεται το σκοινί που κρατά δεμένα τα άλογα. Αν όλα ήταν έτοιμα και σωστά , τότε η οικογένεια ετοιμαζόταν για να αλωνίσει.

Στην φορεσιά των Αλωνάρηδων κυριαρχούσε το λευκό και γενικά ανοικτόχρωμα ρούχα. Οι γυναίκες φορούσαν λευκό μαντήλι για τον ήλιο και οι άντρες ψάθινο καπέλο.

Περιμετρικά από το αλώνι υπήρχαν τα δικούλια (ξύλινες τσουγκράνες), για να πετούν το άχυρο προς τα μέσα έτσι ώστε να πατηθεί ξανά και ξανά από τα άλογα.

Επίσης, υπήρχαν σκούπες και κόσκινα για το μετέπειτα μάζεμα του καρπού. Από τις θημωνιές που ήταν στημένες γύρω από τα αλώνια, παίρνονταν τα δεμάτια από στάχυα και απλώνονταν πάνω στο αλώνι και σε όλο το πλάτος του. Όχι όμως πολύ κοντά στον "στρούηρα".

Ο Αλωνάρης έφερνε τα άλογα .Μετρούσε την απόσταση από τον "στρούηρα" μέχρι το πρώτο άλογο από μέσα και ταίριαζε το σκοινί. Κατόπιν έδενε τα άλογα και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την διαδικασία του πατήματος των σταχυών. Τα άλογα ήταν πεταλωμένα για να πατούν και να κόβουν το στάχυ για να βγει ο καρπός.

Μόλις όλα ήταν έτοιμα, η βίτσα του Αλωνάρη χτυπά τα άλογα και ξεκινά το αλώνισμα. Αργά αργά τα άλογα ξεκινούσαν το κυκλικό περπάτημα στο αλώνι. Ξεκινούσαν από έξω προς τα μέσα. Μετά από μερικούς κύκλους ,το σκοινί είχε μαζευτεί στον στρούηρα. Τότε ο Αλωνάρης άλλαζε την κατεύθυνση των αλόγων, το πρώτο από μέσα πήγαινε τελευταίο προς τα έξω. Αυτό γινόταν πολλές φορές και μέχρι να είναι σίγουρος ο Αλωνάρης ότι η δουλειά έγινε και το στάρι βγήκε από το στάχυ.

Σε κάθε περιστροφή των αλόγων, άπλωναν τα στάχυα προς τα έξω. Αυτά τότε σπρωχνόταν προς το κέντρο με τα δικούλια και τις σκούπες. Το αλώνι ήταν γιορτή για την οικογένεια, γιατί πλησίαζε το τέλος των κόπων όλης της χρονιάς. Μετά από ένα καλό αλώνισμα, μετριόνταν το αποτέλεσμα των κόπων τους. Όσο περισσότερο καρπό έβγαζε το αλώνι , τόσο πιο καλά θα περνούσε η επόμενη χρονιά για την οικογένεια.

Όλα τα παιδιά του χωριού, μαζεύονταν και χοροπήδαγαν μέσα στα στάχυα πάντα υπό το βλέμμα του Αλωνάρη και βοηθούσαν με τον τρόπο τους στο αλώνισμα. Το κάθε αλώνι διαρκούσε ώρες και φυσικά η οικογένεια που αλώνιζε κάθε φορά, έπρεπε να προσέξει τον Αλωνάρη .Ενώ το αλώνισμα βρισκόταν σε εξέλιξη, έφερναν από το σπίτι κρύο νερό μέσα στα "γκιούμια", καφέ και πίτες. Ο Αλωνάρης κάθε τόσο έφερνε στο χέρι του στάχυα και μόλις διαπίστωνε ότι το στάρι βγήκε από το στάχυ σταματούσε τα άλογα και τα απομάκρυνε από το χώρο του αλωνιού. Τα έβαζε στην σκιά και τα πότιζε.

Τότε, άντρες και γυναίκες, με τα "δικούλια" και τις τσουγκράνες πετούσαν ψηλά τα στάχυα. Ο αέρας αναλάμβανε να απομακρύνει το στάχυ από το στάρι ,που βαρύτερο έπεφτε στις πλάκες ενώ το στάχυ απομακρυνόταν. Μόλις τελείωνε και το λίχνισμα , σκουπιζόταν το αλώνι για να συγκεντρωθεί ο καρπός στο κέντρο.
Καθισμένες στα γόνατα, οι γυναίκες κοσκίνιζαν το στάρι για να του αφαιρέσουν και το παραμικρό υπόλειμμα από τα στάχυα. Κάθε φορά άδειαζαν το περιεχόμενο από το κόσκινο, στο σακί. Το άχυρο θα μαζευόταν αργότερα και θα αποθηκευόταν στον αχυρώνα, μιας και αποτελεί τροφή για τα ζώα. Στο τέλος κουβαλούσαν τα σακιά με το στάρι στα κατώγια τους, μέχρι να έρθει η ώρα για να πάνε στο μύλο να αλέσουν.

Τα δρεπάνια πια και τα αλώνια αποτελούν , τα μεν πρώτα μνημειακά αντικείμενα , τα δε δεύτερα παραδοσιακούς τόπους. Τα αλώνια μένουν έρημα, βουβά και χωρίς ξεφωνητά. Με το πέρασμα του χρόνου η πλακόστρωσή τους αλλοιώνεται, και πολύ πιθανόν σε λίγα χρόνια ακόμη να μην υπάρχουν.
Τα Εργαλεία
Διαβάζοντας κανείς για τα εργαλεία, που χρόνια και χρόνια χρησιμοποιούνταν (μέχρι την εμφάνιση των γεωργικών μηχανών), θαυμάζει τη σύλληψη του σχεδιασμού τους και την πρακτικότητα της εφαρμογής τους.

Το αλέτρι: είναι το βασικό εργαλείο του γεωργού για το όργωμα του χωραφιού. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο εκτός από το σκαπτικό τριγωνικό του τμήμα, το υνί, που είναι σιδερένιο. Το αλέτρι μπορεί να έχει ένα υνί, μπορεί όμως να έχει και δύο (δίλετρο). Αποτελείται από τρία μέρη: την καμάρα (ή σταβάρι), την κοντούρα (ή αλετρόποδα) και τη χειρολαβή (ή αλετρονουρά).

Η βουκέντρα: είναι ένα λεπτό κυλινδρικό ξύλο μήκους 1,20μ. και έχει σιδερένια τα δύο πρόσθετα άκρα της. Με το ένα αιχμηρό άκρο, το κεντρί, ο γεωργός κεντρίζει τα βόδια να προχωρήσουν, ενώ με το άλλο άκρο, το αξιάλι ή ξύστρα, καθαρίζει το χώμα που κολλά στο υνί και εμποδίζει το αλέτρι να προχωρήσει.

Το δερμόνι: είναι κόσκινο διαμέτρου 0,80μ. περίπου. Χρησίμευε στο δερμόνισμα (κοσκίνισμα) του καρπού, μετά το λίχνισμα, για την απομάκρυνση σκουπιδιών (πέτρες κ.λπ.).

Τα διράβδια ή λιράδια: πρόκειται για δύο ισομήκη κυλινδρικά ξύλα, προσδεμένα στις άκρες ενός κοντού και γερού σχοινιού. Το πιο λεπτό ξύλο, τη λαβή, κρατά ο γεωργός και με το πιο χοντρό, το δάρτη, χτυπά δυνατά τα δημητριακά που θέλει να αλωνίσει.

Η δοκάνη: (ή αδοκάνη ή αλοκάνη) χρησίμευε στο αλώνισμα. Είναι ξύλινη τραπεζοειδής κατασκευή. Αποτελείται από δύο χοντρές σανίδες που κυρτώνουν στη μία τους άκρη, η οποία είναι ελάχιστα στενότερη. Η κάτω επιφάνεια έχει ένθετα κοφτήρια από σκληρή πέτρα (πυριτόλιθο) ή σίδερο. Η δοκάνη ζευόταν στα βόδια. Στην πάνω επιφάνεια στεκόταν ο γεωργός που οδηγούσε τα ζώα γύρω γύρω στο αλώνι, και τα κοφτήρια αλώνιζαν το σιτάρι ή το κριθάρι.

Το δρεπάνι, το λελέκι, η παλαμαριά: το δρεπάνι έχει κοντή ξύλινη λαβή και χρησίμευε στο θερισμό των ψηλών σταχυών. Το λελέκι έχει μακρύτερη λαβή από το δρεπάνι και χρησίμευε στο θερισμό των χαμηλών σταχυών. Η παλαμαριά είναι ξύλινη κατασκευή που προσαρμοζόταν στην παλάμη και είχε θέσεις για ένα, δύο ή και τρία δάχτυλα. Τη χρησιμοποιούσε ο θεριστής για να πιάνει και να θερίζει περισσότερα στάχυα.

Ο κλητσίνικος: είναι ξύλινο μυτερό εργαλείο, που χρησίμευε στο θεριστή για το δέσιμο των σταχυών με το δεματικό, δηλαδή το γερό στέλεχος των φυτών που το χρησιμοποιούσε σαν σχοινί. Το ξυλόφτιαρο, το καρπολόι, η κλέμπρα, η λιάμπα, ο αχυροψόης, η παπαδιά, το δικούλι (ή δικράνι): είναι ξύλινα εργαλεία που χρησίμευαν στο γεωργό για το αλώνισμα, το λίχνισμα και το φόρτωμα του καρπού στα κάρα ή στα ζώα.

Η σβάρνα: αποτελείται από έναν ξύλινο παραλληλόγραμμο σκελετό στον οποίο προσαρμόζουν πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς, αφού προηγουμένως τα έχουν «κάψει», τα έχουν δηλαδή θερμάνει για να λυγίζουν εύκολα. Η σβάρνα χρησίμευε στο γεωργό για το βολοκόπισμα του χωραφιού και το ψιλοχωμάτισμα μετά τη σπορά, δηλαδή για το στρώσιμο του χώματος και το σκέπασμα του σπόρου.
(Πηγή: www.e-delvinaki.gr)
(Φωτό: Τάκης Τλούπας, 1952)
Η Όρνιθα, ή κοινώς κότα, (αρσενικός:αλέκτωρ(καθαρεύουσα), ή κοινώςπετεινός ή κόκκορας, ουδέτερο το κοτόπουλο) (επιστ. Gallus gallus domesticus - Όρνιθα η όρνιθα η οικιακή) είναι ένα εξημερωμένο πτηνό. Είναι ένα από τα πιο κοινά και διαδεδομένα οικόσιτα ζώα, αφού υπολογίζεται ότι το 2003 υπήρχαν γύρω στα 24 δισεκατομμύρια εκπρόσωποι του είδους. Δηλαδή υπάρχουν περισσότερες κότες στον κόσμο από οποιοδήποτε άλλο πουλί, ή και από τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος εκτρέφει τις κότες κυρίως ως πηγή τροφίμων, για το κρέας τους και τα αυγά τους.
Η κότα πιστεύεται ότι εξημερώθηκε στην Ινδία, ενώ πρόσφατα ανακαλύφτηκαν στοιχεία ότι η εξημέρωσή της είχε ήδη ξεκινήσει στο Βιετναμ πριν από 10.000 χρόνια
Από την Ινδία το εξημερωμένο πτηνό διαδόθηκε στην Περσία, τη Λυδία, μετά στη δυτική Μικρά Ασία και γύρω στον 9-8 αιώνα π.Χ. και στην Ελλάδα.
Η κότα ήταν γνωστή στην Αίγυπτο από την 18η Δυναστεία, σαν το "το πουλί που γεννάει ένα αυγό κάθε μέρα". Η κότα ήρθε στην Αίγυπτο από την Συρία και τη Βαβυλώνα, σύμφωνα με τα χρονικά του Τούθμωση Γ'. Στην Παλαιά Διαθήκη δεν γίνεται καμιά αναφορά στην εξημερωμένη κότα.
Οι Όρνιθες θεωρούνται παμφάγα πτηνά. Σε ελεύθερο περιβάλλον, σκάβουν στο χώμα για αναζήτηση σπόρων, εντόμων και ακόμα μεγαλύτερων ζώων όπως οι σαύρες και μικρά ποντίκια. Ελεύθερες στη φύση μπορούν να ζήσουν για πέντε έως ένδεκα έτη, ανάλογα με το είδος (ράτσα). Σε εμπορική εντατική αναπαραγωγή κρέατος, ένα κοτόπουλο ζει γενικά μόνο για έξι εβδομάδες πριν να σφαγεί. Το κοτόπουλο κατανάλωσης κρέατος βιολογικής εκτροφής θα θανατωθεί συνήθως σε περίπου 14 εβδομάδες.
Οι κότες ορνιθοτροφείου μπορούν να παραγάγουν τουλάχιστον 300 αυγά ετησίως. Μετά από 12 μήνες, οι κότες αυγοπαραγωγής χάνουν σταδιακά την απόδοσή τους και θανατώνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν τροφή κατοικίδιων ζώων, για πίτες και άλλα επεξεργασμένα τρόφιμα.
  • Η μακροβιότερη κότα, σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες, πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 16 χρονών !                                                                                                                           Είναι κοινωνικά πουλιά και ζουν μαζί ως κοπάδι. Έχουν μια κοινοτική προσέγγιση στην επώαση των αυγών και την ανατροφή των μικρών. Τα μεμονωμένα κοτόπουλα σε ένα κοπάδι πολλες φορες θα καθιερώσουν μια κοινωνική ιεραρχία, με τα κυρίαρχα κοτόπουλα να έχουν την προτεραιότητα στην πρόσβαση σε τροφή. Ο κόκκορας συνηθως θα προσκαλέσει τις κότες για τροφή αλλά θα τραφεί μαζί τους, χωρίς να περιμένει. Η απομάκρυνση ενός μέλους από ένα κοπάδι προκαλεί μια προσωρινή διάσπαση σε αυτήν την κοινωνική δομή έως ότου καθιερώθεί μια νέα. Η προσθήκη νεώτερων πουλιών σε ένα υπάρχον κοπάδι μπορεί να προκαλέσει αναταραχή και βία. Η ελλειψη κόκκορα σε κοπάδι μπορεί να κάνει τις κότες να εγκαταλείψουν την στέγη τους προς αναζήτηση κόκκορα.
  • Οι κότες θα προσπαθήσουν να γεννήσουν σε φωλιές που περιέχουν ήδη αυγά, και είναι γνωστό ότι μπορεί να μετακινήσουν αυγά από γειτονικές φωλιές στην δικιά τους. Μερικοί αγρότες χρησιμοποιούν πλαστά αυγά για να ενθαρρύνουν τις κότες να γεννήσουν σε μια συγκεκριμένη θέση. Το αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι ένα κοπάδι θα χρησιμοποιήσει μόνο μερικές προτιμώμενες θέσεις, και όχι μία θεση για κάθε ένα πουλί. Οι κότες μπορεί επίσης να δείξουν επίμονη προτίμηση για μια συγκεκριμένη φωλιά, και έτσι να συμβεί δύο (ή περισσότερες) κότες να προσπαθούν να μοιραστούν την ίδια φωλιά. Εάν η φωλιά είναι μικρή, μπορεί η μία κότα να γεννήσει πάνω στην άλλη.
    Οι Πετεινοί ή κοκόρια λαλούν (με μια δυνατή και μερικές φορές διαπεραστική κραυγή) που παίζει το ρόλο οριοθέτησης της εδαφικής τους περιοχής σε σχέση με τους άλλους πετεινούς. Εντούτοις, το λάλημα μπορεί επίσης να προκύψει από κάποια ξαφνική διαταραχή στο περιβάλλον τους. Σε παλαιότερες εποχές, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ρολὀγια, το πρωινό λάλημα του πετεινού, σηματοδοτούσε το ξημέρωμα και την προετοιμασία για την έναρξη των αγροτικών εργασιών. Οι κότες "κακαρίζουν" δυνατά εφόσον γεννήσουν ένα αυγό, και επίσης για να καλέσουν τους νεοσσούς τους, ή προ κάποιου κινδύνου.                                                                                             (Πηγή:el.m.wikipedia.org)
Για να είμαστε σωστοί τα γυαλιά οράσεως εκείνα τα χρόνια ήταν λίγο έως πολύ πολυτέλεια για τους πολλούς και ειδικά για τους ηλικιωμένους.
Έβλεπες στην γειτονιά να κάθονται οι γυναίκες τα απογεύματα στα σκαλιά στο πεζοδρόμιο να κουβεντιάζουν και αυτή που είχε γυαλιά πρεσβυωπίας να τα μοιράζεται με τις άλλες .
Στο καφενείο ίδιες εικόνες….διάβαζε ο ένας την εφημερίδα του καφετζή που ήταν υποχρεωμένος να έχει καθημερινά αν ήθελε να κρατήσει τους πελάτες….για να πάρει τα γυαλιά ο άλλος που του τα είχε δανείσει.
Δύο ήταν τα πολύτιμα αντικείμενα του παππού….τα γυαλιά και οι μασέλες…
Τα πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού…
Στο Κέντρο της Αθήνας υπήρχαν πολλοί πλανόδιοι …
Μεταξύ αυτών και ο επισκευαστής γυαλιών….
Έβαζε καμμία βίδα που έφευγε…κολλούσε τον φακό που είχε φύγει…το μπράτσο του σκελετού όχι πάντα με καλλιτεχνία αλλά λεφτά για καινούργια δεν υπήρχαν.
Πουλούσε και μεταχειρισμένα (συγχωρεμένων) …δεν είχαν σημασία οι βαθμοί πρεσβυωπίας…
Είχε ένα κομμάτι εφημερίδας δίπλα του το έδειχνε  στον πελάτη να διαβάσει.
Πέρα δώθε κάπου θα έβλεπε κάτι…αν δεν ήξερε γράμματα του έδειχνε την φωτογραφία….
(Πηγή:averoph.wordpress.com)
(Φωτό: Βούλα Παπαϊωάννου)

Σαλεπιτζής ονομάζεται o παρασκευαστής και πωλητής ενός ζεστού ροφήματος, του σαλεπιού. Στην τούρκικη γλώσσα, απ' όπου και η ονομασία, salep σημαίνει σαλέπι καιsalepci ο παρασκευαστής και πωλητής του σαλεπιού.
Ο σαλεπιτζής ήταν από τους "γραφικούς" τύπους των πλανόδιων πωλητών, παρόμοιος με τον παγωτά, δεδομένου ότι περιφερόταν κι αυτός ντυμένος πάντα στα άσπρα (φορούσε άσπρη μπλούζα και καπέλο, πολλές φορές όπως αυτό του μάγειρα) και με τροχήλατη προθήκη. Τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, πολύπλοκα, αλλά πάντοτε καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα.
Η δουλειά του άνθιζε τις πρωινές και τις βραδινές ώρες, δηλ. το ακριβώς αντίθετο με την δουλειά του στραγαλατζή. Γι' αυτό το λόγο, πολλοί σαλεπιτζήδες και στραγαλάδες ασκούσαν διπλό επάγγελμα, του στραγαλατζή τις ημερήσιες ώρες και του σαλεπιτζή τις άλλες.
Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές που σύχναζαν ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες κλπ) ή επέστρεφαν από αυτήν αργά και οι οποίοι αναζητούσαν τον σαλεπιτζή για ένα ρόφημα που τους βοηθούσε να ξεχάσουν την νυχτερινή ψύχρα. Εκεί, όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν μέσα στην ψύχρα και θίγοντας θέματα που αφορούσαν οτιδήποτε και ήταν ικανά να “ανάψουν τα αίματα”. Έτσι οι πελάτες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους και "ζεσταίνονταν" έως ότου εκείνος ολοκληρώσει την παρασκευή του επιθυμητού ροφήματος. Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου καφενείου.
Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς διαφόρων ορχεοειδών. Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ρόφημα είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του.
Το επάγγελμα του σαλεπιτζή είναι ένα από τα επαγγέλματα που σχεδόν έχουν εκλείψει, δεδομένου ότι σήμερα ελάχιστοι το ασκούν
(Πηγή:el.m.wikipedia.org)
Πριν πέσει η νύχτα ξεκινούσαν από το λιμάνι με τις μικρές τους βάρκες. Στην πλώρη είχαν τοποθετήσει ένα σίδερο ανάκρουσης ώστε να προστατεύει την βάρκα από την επικείμενη πρόσκρουση με το πλοίο. Διέθεταν επίσης μεγάλα κουπιά. Στην πρύμνη τους κάτω από την λαγουδέρα και τον απαραίτητο αριθμό του Λιμεναρχείου, είχαν γράψει το όνομα της βάρκας τους που συνήθως ήταν είτε όνομα γυναίκας είτε όνομα Αγίου. Κωπηλατούσαν πολύ, με προορισμό όσο πιο μακριά μπορούσαν από το λιμάνι του Πειραιά. Ακολουθούσε αναμονή έχοντας ως μοναδικά εφόδια την υπομονή και το τσιγάρο, κοιτάζοντας επίμονα τον ορίζοντα.  Μόλις το πλοίο της γραμμής φαίνονταν ξεκινούσαν πρώτα οι απόμακροι και μετά οι πιο κοντινοί προς το λιμάνι να το προσεγγίσουν. Έβαζαν όλη τους την δύναμη να αναπτύξουν ταχύτητα (εκεί χρειάζονταν τα μεγάλα κουπιά) και καθώς το πλοίο έκοβε σταδιακά την ταχύτητά του, έρχονταν παράλληλα με την πορεία του, πετούσαν σχοινί με γάντζο και άρπαζαν με αυτό το κάγκελο της κουβέρτας. Πρώτα οι πιο απόμακροι πηδούσαν πάνω στο καράβι και τραβούσαν για την πρώτη θέση όπου υπήρχε η πιασμένη πελατεία. Εκεί έκλειναν την "χρυσή" συμφωνία. Λίγο αργότερα ανέβαιναν και οι πιο κοντινοί που έκλειναν συμφωνίες με τους επιβάτες της δευτέρας θέσης της λεγομένης "οικονομικής". 

Μόλις το πλοίο έμενε ακίνητο εντός του λιμένα και πλησίον της στεριάς, εκατοντάδες βάρκες είχαν ήδη κολλήσει στα πλευρά του, όπως οι μύγες ένα μεγάλο ζώο και οι βαρκάρηδες φόρτωναν με γοργές κινήσεις τις βαλίτσες από το πλοίο στην βάρκα.

Οι βαρκάρηδες του Βόλγα:

Κάθε βαρκάρης επιδρομέας της πρώτης θέσης έβγαζε διακόσιες δραχμές. Οι επιδρομείς της δεύτερης θέσης έβγαζαν λιγότερα και μερικές φορές τίποτα, αφού οι επιβάτες είχαν ήδη πιαστεί αφού τους απόμακρους βαρκάρηδες. Οι απόμακροι αποκαλούσαν τους κοντινούς "βαρκάρηδες του Βόλγα"!

Μερικοί "βαρκάρηδες του Βόλγα" όμως εκτός από κουπί χειρίζονταν και το μαχαίρι. Έτσι ρισκάροντας την ζωή τους ή την σύλληψή τους από τις αρχές, αν και τραβούσαν κοντά στην μπούκα του λιμανιού, αποφεύγοντας το ολονύκτιο κουπί, με την χρήση "της ισόβιας" όπως έλεγαν το μαχαίρι, έκλεβαν τους επιβάτες από τους απόμακρους που ήθελαν να δουλέψουν τίμια ή καθώς ήταν οικογενειάρχες δεν ήθελαν να ρισκάρουν την ζωή τους για ένα αγώγι. Έτσι έβγαζαν εύκολο χρήμα χωρίς κούραση, αλλά όχι πάντοτε.

Όλα αυτά συνέβαιναν για χρόνια ολόκληρα μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, όταν οι προβλήτες ακόμα ήταν άγνωστες και τα πλοία δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την στεριά. Η πρόοδος όμως στο λιμάνι έφερνε διαρκώς νέες προβλήτες, πρώτα σε αυτήν του "Διαδόχου Κωνσταντίνου" όπως αρχικά λέγονταν η προβλήτα της Τρούμπας, στην Ακτή Τζελέπη έπειτα και μετά.....σ΄ όλο το λιμάνι.  

Βαρκάρηδες ήταν και οι "γεμιτζήδες" αλλά με κύρια αποστολή την μεταφορά τροφίμων και άλλων εφοδίων στα πλοία που ήταν "αρόδο" δηλαδή έξω από το λιμάνι. Ένας διάσημος που έκανε την δουλειά του γεμιτζή ήταν και ο Ρεμπέτης ο Στράτος Παγιουμτζής, ένας από την "Τετράς του Πειραιώς".  

Τους βαρκάρηδες επιδρομείς έζησε από κοντά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού με πλοία έκανε τα ατέλειωτα ταξίδια του, σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην Κρήτη που πήγαινε διαρκώς. Γιαυτό το 1928 έφτιαξε ένα νόμο που αποζημίωνε τους χίλιους από τους χίλιους εκατό βαρκάρηδες που ζούσαν με αυτό τον τρόπο κατά την προ προβλήτας εποχή! 

Και πραγματικά η ανταπόκριση ήταν τεράστια αφού κάθε βαρκάρης λάμβανε το μυθικό ποσό των 45.000 δραχμών, ποσό που τους έδινε τον χρόνο να ψάξουν να βρουν ένα στεριανό επάγγελμα. Γιαυτό και οι βαρκάρηδες δεν ξέχασαν τον Βενιζέλο ποτέ και αποτελούσαν πάντοτε τους μόνιμους ψηφοφόρους του. 

Όμως και οι εκατό που απέμειναν τότε για τις ανάγκες του λιμανιού, συνέστησαν ένα Σωματείο αυτό των Λεμβούχων Πειραιώς που έφερε το όνομα "Αρχαία Τριήρης".  

Ο χαρακτηριστικός τύπος του βαρκάρη με τις τρεις χαρακτηριστικές ενδείξεις "τραγιάσκα, μουστάκι, ζουνάρι" είχε περάσει οριστικά στο παρελθόν. Αξέχαστος βέβαια θα μείνει στον Πειραιά για πολλά χρόνια ο τρόπος του, η χρήση της "ισόβιας", η μαγκιά και το ζοριλίκι που ήταν αντιστρόφως ανάλογο από την βάρκα που διέθεταν, τρόπος που έγινε ρεμπέτικο τραγούδι.

 Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης
έπαψε να ζει ρεμπέτης
θέλει πλούτη και παλάτια
και της Κάρμεν τα δυο μάτια

Επεράτησε τη βάρκα στο λιμάνι
κάτω στο Πασαλιμάνι
τραγουδάει κι όλο πίνει
ταυρομάχος πάει να γίνει

(Πηγή:pireorama.blogspot.gr)

Ο πλανόδιος ψιλικατζής κουβαλά τα προς πώληση προϊόντα με τη βοήθεια του γαϊδαράκου μέσα σε δύο αυτοσχέδια ντουλάπια με συρμάτινη πρόσοψη. Στο χέρι του κρατά ένα κουδουνάκι το οποίο χτυπάει για να καλέσει τους υποψήφιους πελάτες του.  Οι πλανόδιοι ψιλικατζήδες πουλούσαν κουμπιά, κουβαρίστρες, κλωστές ντεμισέ, καρφίτσες, χτένες, βελόνα και ότι άλλο χρειάζονταν νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα της εποχής.  Ήταν οι έμποροι τού μικρόκοσμου, ο νάνος του εμπορίου, εύγλωτος, ευγενικός, υποχρεωτικός και προ πάντων πειστικός, που είναι αδύνατο να μην πάρεις κάτι από το εμπόρευμά του.

(Πηγή: nikiana.wordpress.com)
(Φωτό:Περικλής Παπαχατζιδάκης)



«Η ζωή περνά και χάνεται» γράφει ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ποιος, στ’ αλήθεια, δεν θα ήθελε να έχει στη συλλογή του μια φωτογραφία της γιαγιάς του με τη ρόκα να (γ)νέθει ή της μητέρας του να υφαίνει στον αργαλειό! Πού, όμως, να βρισκόταν εκείνη την εποχή ένα κινητό τηλέφωνο, μια ψηφιακή ή έστω φωτογραφική μηχανή με φιλμ ν’ αποθανατίσει τη στιγμή; Κάτι ελάχιστες φορές μόνο είχαμε την πραγματική ευτυχία να μας φωτογράφιζαν μεγαλύτεροι συγγενείς ή γείτονες που έρχονταν από τις πόλεις για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Οι φωτογραφίες αυτές θα έφταναν στα χέρια μας ένα χρόνο μετά(!) ή, έστω, μερικές βδομάδες αργότερα, ταχυδρομικώς.
Στα αστικά κέντρα ήταν αλλιώς. Μπορούσες να βρεις φωτογράφο στο κατάστημά του, αλλά το ίδιο εύκολα και πλανόδιο, ιδίως στις κεντρικές πλατείες, σε πολυσύχναστες περιοχές, κοντά σε αξιοθέατα και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μέρη, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας και αλλού. Η μηχανή ήταν στερεωμένη πάντα στον ξύλινο τρίποδα και βαμμένη ανάλογα με το γούστο του καλλιτέχνη. Οι καλύτερες φωτογραφίες που είχε βγάλει ο ίδιος αποτελούσαν το διάκοσμο, σαν διαφήμιση της δουλειάς του. Για να μετακινηθεί έκλεινε τον τρίποδα και την μετέφερε στον ώμο, κρατώντας στο άλλο χέρι τα δοχεία και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσε για να τις εμφανίσεις.
Έτοιμο το σκηνικό με τη λουλουδένια καρδιά και για το φαντάρο έξω από τα στρατόπεδα, για να στείλει τη φωτογραφία του στους δικούς του και να βεβαιωθούν ότι είναι καλά. Εκείνοι την καλωσόριζαν με τέτοια συγκίνηση και αγάπη, σαν να έβλεπαν τον ίδιο! Απαραίτητο κάτω από τη λουλουδένια εκείνη καρδιά και κάποιο τετράστιχο, με περισσότερο συνηθισμένο το:
Το φανταράκι στο στρατό
να μη το λησμονάτε.
Γράμματα να του στέλνετε
να το παγηγοράτε.
Ανάλογη και εξ ίσου γραφική η γνώριμη φιγούρα του καλλιτέχνη και σε συγκεκριμένα στέκια στα λιμάνια, μ’ ένα χαρτί επάνω στη μηχανή που έγραφε την τιμή τεσσάρων φωτογραφιών διαβατηρίου.
Μακριά τα περισσότερα χωριά μας από τα αστικά κέντρα, στερήθηκαν και αυτή την πτυχή του πολισμού εκείνης της εποχής. Οι αναμνήσεις και οι μεγάλες στιγμές φυλάγονταν μόνο στην καρδιά του καθενός και μπορούσαν να ξαναζωντανέψουν με την κουβέντα με όσους τις είχαν βιώσει μαζί. Τότε οι χίλιες λέξεις μπορούσαν να «φτιάξουν» μια φωτογραφία!
Φωτογράφους στην επαρχία μας εύρισκε κανείς σίγουρα στα Καλάβρυτα, και στην Κλειτορία, που όταν οι συγκυρίες το επέβαλαν γινόντουσαν και πλανόδιοι. Τη Δάφνη επισκεπτόταν στη δεκαετία του 1970 και ένας επαγγελματίας από τη Δίβρη, που κάλυπτε, κυρίως, τις σχολικές εκδρομές.
Ήθελε κανείς ν’ αφιερώσει μια μέρα ολόκληρη και να κάνει ένα πραγματικό ταξίδι από το χωριό για να βγάλει φωτογραφία για ταυτότητα, που πάντα συνδυαζόταν και με άλλες δουλειές. Δεν χανόταν τότε την ευκαιρία να στείλουν την αγάπη τους και στον ξενιτεμένο, πάντα με λόγια αγάπης ή λίγους στίχους στην πίσω πλευρά. Πολύ σπανιότερα γινόταν γνωστό ότι θα πήγαινε ο φωτογράφος στο χωριό συγκεκριμένη μέρα, όταν π.χ. άλλαξαν οι παλιές αστυνομικές ταυτότητες με τις πλαστικοποιημένες.
Παρών ο φωτογράφος στο πανηγύρι του χωριού, καλεσμένος και σε γάμους και βαφτίσεις, έστηνε τη μηχανή με τον τρίποδα και αποθανάτιζε μεγάλες στιγμές. Ο πελάτης του έπρεπε να μείνει ακίνητος σε ορισμένη θέση και στάση για κάμποσα κουραστικά δευτερόλεπτα και με παγωμένο το χαμόγελο στα χείλη. Μπορούσε να χαλαρώσει μετά το χαρακτηριστικό «ένα, δύο, τρία» του καλλιτέχνη, για «να βγει το πουλάκι», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στα παιδιά για να μείνουν στη θέση τους και με αμείωτο το ενδιαφέρον! Φυσικά, δεν θα μπορούσε να περάσει τότε ούτε από τη σκέψη μας η αυθόρμητη φωτογραφία!
Η αναμονή της εμφάνισης κράταγε σε αγωνία για πολλές μέρες, ίσως περισσότερο και από μήνα τον/τους πελάτες για το αν θα βγουν καλές οι φωτογραφίες. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να διορθώσει και τις ατέλειες, τις περισσότερες φορές με μολύβι, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή που μπορούμε να κάνουμε θαύματα στον υπολογιστή και την ίδια στιγμή να τις ταξιδέψουμε σ’ όλον τον κόσμο!
Με τις φράσεις «φωτογράφος στο χωριό σας» και «φωτογραφία με την καινούργια μηχανή» διαλαλούσε την τέχνη του στη δεκαετία του 1970 ο Βασίλης ο Βαγενάς από την Κλειτορία, με δυο φωτογραφικές μηχανές στον ώμο του. Ήταν η εποχή που είχαν οργανωθεί καλύτερα οι φωτογράφοι και πέρα από κάθε άλλη δραστηριότητα έσπευδαν στις εκδηλώσεις και στις εκδρομές των σχολείων.
Γυρνώντας πολύ πίσω, ν’ αναφέρουμε πως αν και η φωτογραφική μηχανή είναι επίτευγμα του 19ου μ.Χ. αιώνα και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί, τα θεμέλια της μεγάλης αυτής ανακάλυψης είχαν τεθεί από αρχαίους πολιτισμούς, π.χ. της Κίνας και της Ελλάδας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που άρχισε να αχνοφαίνεται η ευκολία απόκτησης μιας φτηνής ερασιτεχνικής φωτογραφικής μηχανής, άρχισε να γίνεται ορατή και η κρίση του παραδοσιακού αυτού επαγγέλματος. Σήμερα η κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα ν’ αποθανατίσει κάθε στιγμή με μια φτηνή και καλής ποιότητας μηχανή, κινητό τηλέφωνο ή βιντεοκάμερα.