Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει ο γαϊδάρος!

Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς.  Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν:
Α) Το κόψιμο των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι και μουριά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα μπροστάρια, σε κομμάτια μήκους 60 εκατοστών. Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών και για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Αφού  ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με μεγάλα δόντια. Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των προσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις δόγες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.
Β) Η κατασκευή
Πρώτη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα στο ζώο. Με το έμπειρο μάτι του υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Για το κάθε μέγεθος είχε ένα εργαλείο, από ξύλο ή χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν πατρόν. Έκοβε δύο φύλλα, τα οποία συνέδεε με ξύλινους πύρους, οι οποίοι αποτελούσαν αμβλεία γωνία. Στο μπροστινό μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από μέσα με ένα. Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το κάρφωναν στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την συνδεσμολογία και ισχυροποίηση των δύο κομματιών. Μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του πισταριού σε ανάλογο μέγεθος με το μπροστάρι. Η κατασκευή του ήταν πιο δύσκολη γιατί η σύνδεση των δύο φύλλων έπρεπε να γίνει θηλυκωτή. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των φύλλων σε βάθος 1,5 εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε χαράξει το πριόνι και μετά γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή.
Δόγες χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγκενη το ένα άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Υπήρχε όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο. Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του μπροσταριού και του πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες.
Αφού στερεώνονταν άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες. Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα φτιάχνονταν από σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά. Ενδιάμεσα βάζανε βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις άκρες των λιμνών. Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι το χρησιμοποιούσαν και αφού το βούτημα συμπιεζόταν το έφερναν στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα. Έβαζε πάλι βούτημα και από πάνω το κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη βροχή.
Το σαμάρι στερεώνονταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σλκηρό δέρμα που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες  άρχιζαν από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Η κατοζώστρα ή σφίχτρα έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινε λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του..
Με την επικράτηση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων η εργασία των γεωργών έγινε πιο εύκολη, αλλά το επάγγελμα του σαγματοποιού εξαφανίστηκε.
(Πηγή: www.ecomuseum.gr)