Το όνομα «Καρέλια» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χώρο του καπνού από το 1888, όταν ο Γεώργιος και ο Στάθης Καρέλιας ίδρυσαν την Καπνοβιομηχανία Καρέλια. Από γενιά σε γενιά, η οικογένεια εργάστηκε για την τελειοποίηση των προϊόντων της και την κατάκτηση νέων αγορών, γνωρίζοντας μια ιδιαιτέρως δυναμική και καινοτόμο περίοδο ανάπτυξης. Σήμερα, η καπνοβιομηχανία συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων επιχειρήσεων της Ελλάδας. Τα σήματά της κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερη εκτίμηση, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Φιλοδοξία της επιχείρησης είναι να συνεχίσει την εξέλιξη και την ανάπτυξή της, διατηρώντας τις αρχές περί ποιότητας, εμπιστοσύνης και άρτιας παροχής υπηρεσιών, στη βάση των οποίων οικοδομήθηκε η επιτυχία της.
Στις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας της, οι δραστηριότητες της επιχείρησης ήταν κυρίως τοπικές, μέχρι τη στιγμή που το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της χώρας σταθεροποιήθηκε, επιτρέποντας στην Καρέλια να επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα. Από το 1950 μέχρι σήμερα, πολλά ήταν τα σήματα της «Καρέλια» που αναδείχθηκαν σε ιδιαιτέρως δημοφιλή, εξασφαλίζοντας ευρύ δίκτυο διανομής και σημαντικό μερίδιο αγοράς σε πανελλαδικό επίπεδο.
Made in Καλαμάτα
Η έδρα της Διοίκησης και η μονάδα παραγωγής εξακολουθούν να βρίσκονται στην Καλαμάτα. Το 1971, η εταιρεία μεταφέρθηκε στις τωρινές της εγκαταστάσεις, συνολικής έκτασης 80.000 τ.μ.
Το τμήμα πωλήσεων και το τμήμα μάρκετινγκ στεγάζονται στο Μέγαρο Καρέλια, στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιουργείται το σήμα Karelia Lights που έρχεται πρώτο σε πανελλήνια κλίμακα στις πωλήσεις τσιγάρων Lights (ελαφρά). Το 1991-1993 κυκλοφορούν τα σήματα: Royal, Ultra, Earl of Weldon και Karelia Lights 100’s. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, η Καρέλια μετεξελίχθηκε, από ελληνική εταιρεία, σε διεθνή όμιλο που απασχολεί 460 άτομα και που επωφελείται από ένα ισχυρό δίκτυο διανομής για την προώθηση και την ανάπτυξη των σημάτων του σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Το 1991, η εταιρεία υιοθέτησε τη σημερινή της ονομασία, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε. Το γραφείο της Σόφιας, στη Βουλγαρία, ιδρύθηκε το 1994. Η Meridian Α.Ε., μια εξ ολοκλήρου ιδιόκτητη θυγατρική της «Καρέλια», η οποία δραστηριοποιείται στην τροφοδοσία πλοίων με προϊόντα Duty Free, αποκτήθηκε το 1995. Το 1995, κυκλοφόρησε το σήμα Karelia Slims, κυρίως εντός Ελλάδας, το οποίο στη συνέχεια γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε και το George Karelias and Sons σε πολυτελή συσκευασία τύπου κασετίνα.
Το 2003, η εταιρεία ίδρυσε τη θυγατρική της στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Karelia Tobacco Company (U.K.) Ltd., για τη διανομή των προϊόντων της στη χώρα. Ενώ, το 2006, κυκλοφόρησε το στριφτό καπνό George Karelias and Sons Roll Your Own (RYO), το οποίο γρήγορα κατέκτησε ένα σημαντικό μερίδιο στην ελληνική αγορά.
Η επέκταση συνεχίζεται και το 2008, η Καρέλια ίδρυσε μια θυγατρική εταιρεία στην Τουρκία, την Karelia Tutun ve Ticaret A.S. Την ίδια χρονιά, η Καρέλια απέκτησε από την Altadis S.A., το σήμα πούρων Backwoods, ειδικά για την ελληνική αγορά και τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών της χώρας. Το 2010, κυκλοφόρησε το Ome, σήμα στην κατηγορία superslims με αξιολογότατη εξέλιξη στις πωλήσεις της εταιρείας εντός Ε.Ε., ενώ το 2012 κυκλοφόρησε τα νέα George Karelias and Sons Soft Packs.
success story
  • Η εταιρεία κατέχει το 0,32% της παγκόσμιας κατανάλωσης με παρουσία σε 65 και πλέον χώρες του κόσμου.
  • Το 1971 η εταιρεία μεταφέρθηκε στις τωρινές της εγκαταστάσεις, συνολικής έκτασης 80.000 τ.μ.
  • Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιουργείται το Karelia Lights, που έρχεται πρώτο σε πανελλήνια κλίμακα στις πωλήσεις Lights.
  • Από τις αρχές του '90, η «Καρέλια» μετεξελίχθηκε από ελληνική εταιρεία, σε διεθνή όμιλο που απασχολεί 460 άτομα.
  • Το 2010 κυκλοφόρησε το Ome με αξιόλογη εξέλιξη σε πωλήσεις εντός Ε.Ε., ενώ το 2012 κυκλοφόρησε τα νέα George Karelias and Sons Soft Packs.
(Πηγή: www.imerisia.gr)
1920 
Συστήνεται από έξι επιχειρηματίες (Μελέτιος Δ. Γκιόκας, Χαράλαμπος Δ. Μαυρειδόπουλος, Κωνσταντίνος Γ. Ευγενειάδης, Αριστοτέλης Μακρής, Πολύδωρος Χ. Γεωργόπουλος, Σταύρος Π. Σταυρής) η Ετερόρρυθμος Εταιρεία «Αριστοτέλης Κ. Μακρής και Σία Ελληνική Βιομηχανική Εταιρία Ελαιουργικών Επιχειρήσεων» με το διακριτικό τίτλο «ΕΛΑΪΣ».

1920-1931
Επέκταση του σπορελαιουργείου της εταιρείας που έχει πλέον συνολική δυναμικότητα 525 τόννων ελαιοσπόρων το μήνα.
Εγκατάσταση εξευγενισμού ελαίων μηνιαίας δυναμικότητας 125 τόννων.
Αίτηση της ΕΛΑΪΣ προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για τη χορήγηση αδείας βιομηχανικού και εμπορικού σήματος με τη λέξη «ΦΥΤΙΝΗ».

1932
Η επιχείρηση μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο 10.000.000 δρχ.
1933 
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αποδέκτης δειγμάτων των προϊόντων της ΕΛΑΪΣ, εκφράζει με ιδιόχειρη επιστολή του προς το Διοικητικό της Συμβούλιο τις ευχαριστίες του και το θαυμασμό του για την οργανωτική τελειότητα της παραγωγικής διαδικασίας της επιχείρησης που τη θεωρεί ως σημαντικό οικονομικό παράγοντα της χώρας.

1932-1944 
Το Μεσοπόλεμο στην ΕΛΑΪΣ Α.Ε. βρίσκουν δουλειά, τροφή, περίθαλψη και κατοικία πρόσφυγες διωγμένοι από τη Μικρά Ασία και με τη σκληρή εργασία τους στηρίζουν την επέκταση και ανάπτυξη της εταιρείας.
Η «ΦΥΤΙΝΗ» κυκλοφορεί για πρώτη φορά.

1936
Καταργείται πλήρως το μονοπώλιο της υδρογόνωσης των πάσης φύσεως ελαίων και η ΕΛΑΪΣ αποκτά και αυτή τη σχετική άδεια από το Υπουργείο Βιομηχανίας. Υπό την επίβλεψη του μηχανικού Γεράσιμου Δρακάτου αρχίζουν οι εργασίες των προγραμματισθέντων κτιριακών επεκτάσεων και βελτιώσεων που αλλάζουν οριστικά την παλαιά δομή και την εξωτερική όψη του εργοστασίου. Με τις εγκαταστάσεις αυτές μεγαλώνουν οι χώροι των διοικητικών υπηρεσιών και δημιουργείται το νέο χημικό εργαστήριο στον πρώτο όροφο του κτιρίου. Στο χώρο της παραγωγής διπλασιάζεται ο διαθέσιμος χώρος του εξευγενισμού και οικοδομούνται πολλά νέα τμήματα και χώροι φύλαξης βοηθητικών υλικών. Στην Έκθεση Εμπορίου και Βιομηχανίας, που γίνεται στο Ζάππειο Μέγαρο, παίρνει μέρος και η ΕΛΑΪΣ με περίπτερο του οποίου την καλλιτεχνική επιμέλεια αναλαμβάνει ο ζωγράφος Νίκος Καστανάκης.

1940, 28 Οκτωβρίου
Το Υπουργείο Στρατιωτικών επιτάσσει όλα τα βιομηχανικά εργοστάσια που χρησιμεύουν για τη στήριξη του στρατού. Μεταξύ αυτών και η ΕΛΑΪΣ Α.Ε. Επιτάσσονται επίσης τα δύο αυτοκίνητα του εργοστασίου και επιστρατεύεται το σύνολο σχεδόν του νεότερου προσωπικού της επιχείρησης για το μέτωπο.
1941
Η παραγωγή υδρογόνου ενδιαφέρει τις δυνάμεις κατοχής που πιέζουν την εταιρεία να συνεργαστεί μαζί τους. Το Δ.Σ. της ΕΛΑΪΣ Α.Ε. αποφασίζει την αχρήστευση των εγκαταστάσεων υδρογόνωσης ώστε να μην είναι δυνατή η άσκηση πίεσης από τις κατοχικές δυνάμεις.

26 Φεβρουαρίου
Εισάγεται για διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών η μετοχή της ΕΛΑΪΣ Α.Ε. με αρχική αξία 1.025 δρχ.

1944, 11 Ιανουαρίου
Ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά από τους συμμάχους που κατέστρεψε την πόλη αφήνοντας πίσω του αμέτρητους νεκρούς, πλήττει και την ΕΛΑΪΣ. Τρεις ισχυρές βόμβες των 500 Lbs. πλήττουν το εργοστάσιο. Μία καταστρέφει το τμήμα σπορελαίων και κατεργασίας βαμβακόσπορου και μία πέφτει πάνω σε εργατική κατοικία, ευτυχώς δίχως θύματα.

1947 
Η ΕΛΑΪΣ και ο Αρ. Μακρής προσωπικά, αφοσιώνονται στην παραγωγή του πρωτοποριακού προϊόντος ΒΙΤΑΜ που γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από την αγορά.

1950 
Η ΕΛΑΪΣ παράγει στο νέο τμήμα παρασκευής και συσκευασίας, το τυποποιημένο ελαιόλαδο «ΕΛΑΪΣ», το οποίο και προωθεί με έντυπη διαφήμιση.

1960-1968 
Επέκταση και εκσυγχρονισμός των τμημάτων: εξευγενισμού ελαίων, υδρογόνωσης, παραγωγής και συσκευασίας μαργαρινών, παραγωγής και συσκευασίας μαγειρικών λιπών και παραγωγής και συσκευασίας τυποποιημένων ελαιολάδων. Εγκατάσταση αποθήκευσης ακατέργαστων ελαίων στο κεντρικό εργοστάσιο με δυναμικότητα 650 τόννων και στο παράρτημα της Αγίας Άννης με δυναμικότητα 2.400 τόννων.

1961 
Το φθινόπωρο, ο Β. Μελάς καλεί το προσωπικό της εταιρείας και του ανακοινώνει ότι το Δ.Σ. αποφάσισε για το συμφέρον της ίδιας αλλά και του προσωπικού της, ενόψει του ανταγωνισμού της Ε.Ο.Κ., να προχωρήσει σε σύμβαση στρατηγικής συνεργασίας με την πολυεθνική εταιρεία UNILEVER N.V.

(Πηγή:old-elais.servers.mediacdn.com/unilever)
AdTech Ad
Οδηγώντας από τον Βόλο προς το χιονοδρομικό κέντρο του Πηλίου, περνάς από ένα πανέμορφο ψαροχώρι, την Αγριά. Το κατάφυτο βουνό ορθώνεται από πάνω σου και δίπλα σου ηρεμεί ο γαλήνιος κόλπος του Παγασητικού. Οδηγάς δίπλα στις στενές γραμμές του τρένου (όπου το καλοκαίρι μπορεί και να πετύχεις το γραφικό τρενάκι που κάποτε ένωνε όλο το Πήλιο) και κάποια στιγμή θα συναντήσεις ένα εργοστάσιο με πηλιορείτική αρχιτεκτονική και το σήμα της ΕΨΑ, της Εταιρείας Ψυγείων Αγριάς.
Εδώ, πριν από 90 χρόνια, ξεκίνησε να γράφεται το παραμύθι της πιο επιτυχημένης σήμερα ελληνικής εταιρείας αναψυκτικών. Πολλά συνέβησαν από τότε, κόσμος έφυγε και ήλθε, άλλαξαν οι τεχνολογίες, το τρενάκι έπαψε να ανεβαίνει στο βουνό, αλλά η γεύση και η δροσιά των λεμονιών της περιοχής έμεινε η ίδια…
Πάγος, λεμόνια και μια μυστική συνταγή
Ήταν το 1922 όταν δύο αδέλφια, ο Ιωάννης και ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος ξεκίνησαν ν’ αγοράζουν εκτάσεις στην Αγριά. Ήταν από την Ζαγορά, αργυραμοιβοί στο επάγγελμα και είχαν και δική τους τράπεζα. Αλλά ήθελαν να επενδύσουν στην φύση του Πηλίου και στην τότε τεχνολογία της ψυκτικής. Είχαν σκοπό να λειτουργήσουν ψυγεία για την παραγωγή πάγου και την συντήρηση τροφίμων.
Δύο χρόνια μετά, το 1924 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέφθανε στην Αγριά για να εγκαινιάσει το εργοστάσιο της ΕΨΑ, ένα κοσμοϊστορικό γεγονός για τους ντόπιους, αφού ήταν και ο λόγος που το χωριό συνδέθηκε με δίκτυο του ηλεκτρικού ρεύματος. Στο μεταξύ, Μικρασιάτες που είχαν φθάσει στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Σμύρνης είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή και διακινούσαν τη λεμονάδα που έφτιαχναν με την πλούσια παραγωγή εσπεριδοειδών του Πηλίου. Όλο και περισσότερα λεμονατζίδικα άνοιγαν στην περιοχή και ο Ιωάννης Κοσμαδόπουλος θεώρησε μια καλή επέκταση των επιχειρήσεών του να συνδυάσει τα φρούτα με τα ψυγεία του και να επιχειρήσει να φτιάξει αναψυκτικά. Κάλεσε τον περίφημο Mr. Ottο, ένα Γερμανό χημικό μηχανικό, ο οποίος έφερε μαζί του μια μυστική συνταγή, χάρη στην οποία η γεύση της λεμονάδας ΕΨΑ παραμένει απαράμιλλη μέχρι σήμερα. Εκτός από λεμονάδα, το εργοστάσιο άρχισε να παρασκευάζει και γκαζόζα.
Οι τράπεζες και η χρεωκοπία
Και πάνω που η ΕΨΑ άρχισε να γίνεται γνωστή στο Βόλο και στο Πήλιο, ήλθε η οικονομική καταστροφή για τους Κοσμαδόπουλους. Η τράπεζά τους, έπειτα από 19 χρόνια ιστορίας, χρεωκοπεί το 1936 και η ΕΨΑ περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Η νέα διοίκηση ξεκινάει πολύ δυναμικά την εμπλοκή της με την επιχείρηση. Φέρνει νέες φιάλες, αρχικά με μηχανικό πώμα και στη συνέχεια με το μεταλλικό πώμα crown, κερδίζει βραβεία σε διαγωνισμούς για την ποιότητα των αναψυκτικών της, ανεβάζει την παραγωγή.
Το 1940 ένας υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, σχεδιάζει τη φιάλη με το σχήμα που αποτελεί πια σήμα κατατεθέν της ΕΨΑ, εξαιρετικά πρωτοποριακή για την εποχή της. Η παραγωγή της εταιρείας έχει πια φτάσει τα 500 μπουκάλια την ώρα και έχει καθιερωθεί σαν μια σημαντική επιχείρηση του χώρου.
Κυριαρχώντας στην ελληνική αγορά
Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, σε μια εποχή όπου οι πολυεθνικές του αναψυκτικού δεν είχαν κάνει την απόβασή τους στην Ελλάδα, η ΕΨΑ κυριαρχεί στην τοπική αγορά, αλλά παραμένει μια επιχείρηση ζημιογόνα. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έρχονται πια τα ηλεκτρικά οικιακά ψυγεία και η εταιρεία χάνει και την πελατεία που είχε από την διανομή πάγου, η Εθνική Τράπεζα αποφασίζει ότι ήλθε η ώρα να την πουλήσει.
Θα την αγοράσουν οι αδελφοί Μοσκαχλαΐδη και ο Νίκος Τσαούτος και θα της δώσουν μια νέα πνοή, κάνοντας γενναίες επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και μηχανήματα. Το 1982, η παραγωγή της ΕΨΑ θα ανεβεί στα 20.000 μπουκάλια την ώρα. Οι νέοι ιδιοκτήτες πιστεύουν πολύ στο προϊόν τους, παρά την σαρωτική επιτυχία των διεθνών αναψυκτικών πια… Στο εργοστάσιό τους, στο οποίο διατηρούν την παραδοσιακή όψη αλλά έχουν εκμοντερνοποιήσει το εσωτερικό, φτιάχνουν κι ένα μουσείο της λεμονάδας, για να τιμήσουν την ιστορία της επιχείρησής τους: Ο επισκέπτης θα βρει σήμερα ένα χειροκίνητο αποφλοιωτήρα και αποχυμωτή, μηχανήματα παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα και όλους τους τύπους των φιαλών που κατά περιόδους χρησιμοποίησε η ΕΨΑ.
Η επιμονή των αδελφών Μοσκαχλαΐση και του Νίκου Τσαούτου θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς μετά από λίγο καιρό. Στην γκάμα των προϊόντων της ΕΨΑ θα προστεθούν η βυσσινάδα, η σόδα, η πορτοκαλάδα με ανθρακικό, η lemon cola και το τσάι με λεμόνι και η ποιότητά τους κάνει όλο και περισσότερους Έλληνες να τα προτιμούν από τα διάσημα αναψυκτικά των πολυεθνικών. Την τελευταία δεκαετία, χάρη στην σπουδαία δουλειά που έχει κάνει η εταιρεία στο επίπεδο της διανομής των προϊόντων της έχει καταφέρει μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη που ελάχιστα έχει δοκιμαστεί από την κρίση.
Σήμερα η παραγωγή φτάνει τις 30.000 φιάλες και τα 18.000 αλουμινένια κουτιά την ώρα, στο εργοστάσιο της Αγριάς λειτουργεί υπερσύγχρονη μονάδα βιολογικού καθαρισμού ενώ η εταιρεία δίνει δουλειά σε περίπου 100 εργαζομένους. Αυτό που δεν έχει αλλάξει καθόλου σε όλη αυτήν την 90χρονη ιστορία της είναι η γεύση των αναψυκτικών της. Παρά το υψηλό κόστος που χρειάζεται για να το πετύχουν, οι άνθρωποι της ΕΨΑ επιμένουν στην ίδια συνταγή, χρησιμοποιώντας πάντα νερό από το Πήλιο και φρούτα ελληνικής παραγωγής
(Πηγή: www.newsbomb.gr)

1930 – Η ΖΑΝΑΕ ξεκινά τη λειτουργία της στη Θεσσαλονίκη ως βιομηχανία παραγωγής ζύμης αρτοποιίας
1939 – Επέκταση στην κονσερβοποιία και την παραγωγή έτοιμου φαγητού
1950-1960 – Οι πρώτες εξαγωγές
1972 – Ίδρυση εργοστασίου παραγωγής προϊόντων τομάτας στο Ζερβοχώρι Ημαθίας
1979 – Κατοχύρωση του ονόματος “κονκασέ” στην Ελλάδα
1992 – Μεταφορά παραγωγής μαγιάς σε νέο εργοστάσιο στη ΒΙΠΕ της Σίνδου
1997 – Μεταφορά προϊόντων κονσερβοποιίας στη Σίνδο
2000 - Νέες, πρακτικότερες συσκευασίες easy peel
2005 – Μετεγκατάσταση των γραφείων στη Σίνδο
(Πηγή: zanae.gr)

Από το 1930 έως σήμερα, το όνομα ΙΟΝ έχει καταφέρει να γίνει συνώνυμο της σοκολάτας στην Ελλάδα χάριν στην προσήλωση της εταιρείας στην ποιότητα, την καινοτομία και την ξεχωριστή γεύση των προϊόντων της.


Μια ομάδα μετόχων ξεκινάνε το 1930 ένα εργοστάσιο παραγωγής σοκολάτας στην οδό Πειραιώς, στο Νέο Φάληρο, όπου και μέχρι σήμερα βρίσκεται.Φιλοδοξία τους είναι να γίνουν σοκολατοποιοί. Το πρώτο καταστατικό της εταιρείας ΙΟΝ Α.Ε.δημοσιεύεται στο υπ’ αριθμό 267/23.9.1930 φύλλο της ‘Εφημερίδας της  Κυβερνήσεως’. 
Στη συνέχεια της ΙΟΝ Α.Ε. δημιουργείται και η εταιρεία NASKO A.E. με σκοπό την παραγωγή ζαχαρωδών προϊόντων. Η επωνυμία αυτή χαρακτήρισε μετέπειτα γενιές  προϊόντων καραμέλας ΙΟΝ που φθάνουν έως σήμερα με τις γνωστές γεμιστές καραμέλες ΝΑΣΚΟ φρούτων και ασορτί.
 Τα θεμέλια του σημερινού μεγέθους της ΙΟΝ, ως μια από τις μεγαλύτερες Ελληνικές βιομηχανίες σοκολατοειδών και ζαχαρωδών προϊόντων, τοποθετούνται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο  πόλεμο. Αρχικά δημιουργείται (1956) η εμπορική εταιρεία ‘Αδελφοί Ι. Κωτσιόπουλοι’ η οποία αναλαμβάνει την αποκλειστική διάθεση των προϊόντων της ΙΟΝ καθώς και των προϊόντων της  ΝΑΣΚΟ. Με έδρα στον Πειραιά (Λουδοβίκου 22) και το πρώτο της κατάστημα στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας (Αθηνάς 43γ) η νεοσύστατη αυτή εταιρεία θέτει τις βάσεις του σημερινού δικτύου  πωλήσεων και διανομής της εταιρείας.
Λίγο αργότερα η ΙΟΝ αφομοιώνει την εταιρεία ΝΑΣΚΟ Α.Ε.και αποκτά πλέον την σημερινή της μορφή με παραγωγή ευρείας γκάμας ζαχαρωδών και σοκολατοειδών προϊόντων.      Σταδιακά έρχεται και η επέκταση της εταιρείας σε νέους κλάδους ζαχαρωδών όπως γκοφρέτες, candy bars και σοκοπάστες. 

Σταθμοί στην εξέλιξή της ΙΟΝ αποτελούν οι σημαντικές επενδύσεις στην Άρτα, με την δημιουργία γραμμής παραγωγής γκοφρέτας.
 Επίσης η απόκτηση της εταιρείας ΙΝΤΕΡΙΑ Α.Ε. που παράγει το προϊόν με το εμπορικό σήμα Nucrema έδωσε στην ΙΟΝ την δυνατότητα εισόδου στην αγορά  σοκοπάστας. Αργότερα, η απόκτηση της σοκαλατοποιίας Mabel (1999), η οποία εξειδικεύεται σε εποχιακά/ εορταστικά προϊόντα (Πασχαλινά & Χριστουγεννιάτικα),  σε σοκολατίνια και άλλα σοκολατοειδή, προσφέρει ένα ακόμα βήμα εξάπλωσης και ανάπτυξης της εταιρείας στον κλάδο της.
 Η ΙΟΝ, ιδιαίτερα τα τελευταία 60 χρόνια, στα οποία διατηρεί ηγετική θέση στον κλάδο της σοκολάτας, κατέχει πολλές πρωτιές στο χώρο ως προς τα προϊόντα που διαθέτει  στην αγορά αλλά και ως προς την επικοινωνία της, την οργάνωση της και την κοινωνική προσφορά της. Πρώτη λανσάρισε στην ελληνική αγορά τη σοκολάτα γάλακτος με   αμύγδαλα που μέχρι σήμερα είναι το πλέον αγαπητό είδος. Η ΙΟΝ Αμυγδάλου παραμένει ο ηγέτης της αγοράς για περισσότερο από πέντε δεκαετίες.

 Η σειρά σοκολατών Break αποτελεί μια ακόμα καινοτομία στην ελληνική αγορά ως η πρώτη τετράγωνη σοκολάτα ελληνικής παραγωγής σε συσκευασία με εύκολο άνοιγμα   καθώς και μια πλούσια γκάμα νέων γεύσεων.


 Πολλά άλλα προϊόντα ΙΟΝ παρουσιάζουν ενδιαφέρον είτε λόγω της σύνθεσης τους, είτε λόγω της συσκευασίας τους ή ακόμα και λόγω της μορφής επικοινωνίας,  προώθησης και τοποθέτησης τους στην αγορά. Ποιος δεν θυμάται την γνωστή καραμέλα ΙΟΝ Υγείας, από τις πρώτες καραμέλες λαιμού στην Ελλάδα, ή τις παιδικές  γκοφρέτες Σαφάρι με συλλογή καρτών με εικόνες αγρίων ζώων και πολλούς ακόμη διαγωνισμούς καταναλωτών .
 Αλλά οι καινοτομίες δεν περιορίζονται μόνο στα προϊόντα ή την προώθησή τους. Στις δεκαετίες του 60 και 70 η ΙΟΝ ήταν από τις πρώτες εταιρείες στην Ελλάδα που χρησιμοποίησαν ενεργά την  διαφήμιση, πρώτα την έντυπη και αργότερα, με την εξάπλωση της τηλεόρασης, τα διαφημιστικά σποτ.
 Αλλά και ως προς την οργάνωση των πωλήσεων της, την διανομή και την εξυπηρέτηση των πελατών της η εμπορική εταιρεία ‘Αφοί Ι. Κωτσιόπουλοι’ έφερε καινοτομίες πρωτόγνωρες για την  ελληνική πραγματικότητα. Με δικά της κέντρα διανομής σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, δικό της δίκτυο πωλητών και αντιπροσώπων, καλύπτει και εξυπηρετεί το σύνολο της ελληνικής αγοράς.  Επίσης, και η εξαγωγική της δραστηριότητα αναπτύσσεται σταθερά με στόχο κυρίως τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, του Αραβικού Κόσμου της Δυτικής Αμερικής και της Άπω Ανατολής  (Ιαπωνία).
 Η ΙΟΝ σήμερα διαθέτει τρεις σύγχρονες μονάδες παραγωγής (Ν. Φάληρο, Άρτα και Μαρκόπουλο Αττικής), με υψηλή παραγωγική δυνατότητα, εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου και εξέλιξης νέων  προϊόντων. Με σύνολο εργαζομένων που ξεπερνάει τους 970 και κύκλο εργασιών κοντά στα 105 εκατομμύρια ΕΥΡΩ, κατατάσσεται μεταξύ των 60 μεγαλυτέρων βιομηχανιών στην Ελλάδα και  είναι εξ ολοκλήρου ελληνικών συμφερόντων.

(Πηγή: www.ion.gr)

Κατά το 1929 ξεκινά επίσημα η εμπορική εκμετάλλευση της πηγής από την ‘’Ανώνυμος Εμπορική Εταιρία ΣΑΡΙΖΑ’’ όπου η ίδια κατασκεύασε και εργοστάσιο εμφιαλώσεως κοντά στην πηγή. Περίπου στα τέλη του 1940 οι νέοι ιδιοκτήτες ανακαίνισαν τις εγκαταστάσεις, εκσυγχρόνισαν τον εξοπλισμό του εργοστασίου καθώς και δημιούργησαν ένα νέο σύστημα διανομής.

Στις αρχές του 1960 κατασκευάστηκε το εργοστάσιο εμφιαλώσεως το οποίο λειτουργεί στη σημερινή θέση από το 1967.
Βραβεία, διακρίσεις και τίτλοι σε εκθέσεις ανά τον κόσμο έρχονται για να πιστοποιήσουν το προσφερόμενο αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειωθεί πως το νερό Σάριζα ταξίδεψε ανά την Ελλάδα καθώς και σε χώρες όπως Σαουδική Αραβία, Ιαπωνία, Αίγυπτο και Αγγλία.
(Πηγή:sariza.gr)
Η επιχειρηματική ιστορία της οικογένειας Παπαστράτου είναι ταυτισμένη με τον καπνό και το τσιγάρο. Άρχισε το 1896 από τον Ευάγγελο Παπαστράτο, όταν από ηλικίας 12 χρόνων έγινε υπάλληλος στην καπνεμπορική εταιρεία «Ρόζης και Βαρνάβας». Ήταν ο μικρότερος από τέσσερα αδέλφια, που δεν κατόρθωσε να σπουδάσει και έτσι βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. Και το 1906 θεμελίωσε την επιχειρηματική «ταυτότητα» της οικογένειας με... δανεικά χρήματα!
Αν τελικώς οι γονείς του ενέδιδαν στην επιθυμία του να μεταναστεύσει στην Αμερική, απογοητευμένος από την υπαλληλική του απασχόληση, ίσως το όνομα Παπαστράτος να μη γινόταν συνώνυμο του «επιχειρηματικού μύθου» για πολλές δεκαετίες.
Η γεωργική μονοκαλλιέργεια του καπνού (και της σταφίδας) ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας για πολλές δεκαετίες και κυρίως πριν από τον πόλεμο αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία μιας ευρύτατης οικονομικής δραστηριότητας πέριξ αυτού, αλλά και έντονων κοινωνικών συγκρούσεων, κυρίως από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ως και το τέλος του Μεσοπολέμου.
* Εμπόριο η πρώτη ενασχόληση
Η οικογένεια Παπαστράτου, προτού ακόμη αποκτήσει τη «βιομηχανική της ταυτότητα» το 1930, για περίπου δύο δεκαετίες ανήκε στη «χορεία» των πρωταγωνιστών του ελληνικού καπνεμπορίου.
Όπως αναφέρει ο Δημ. Τσούγκος στο βιβλίο του «Οι οικονομικοί μας ηγέται» (Αθήνα 1932), την πρώτη δεκαετία του αιώνα οι τιμές που απολάμβαναν οι καπνοπαραγωγοί ήταν εξευτελιστικές και τούτο οφείλεται «κυρίως διά να μην είπωμεν αποκλειστικώς εις την έλλειψιν ωργανωμένου και συστηματικού καπνεμπορίου. Και από της απόψεως αυτής η πλέον καθυστερημένη περιφέρεια ήτο η του Αγρινίου, εις την οποίαν επρόκειτο να εργασθή ο Ευάγγελος Παπαστράτος».Πράγματι η ανάδειξη των καπνών του Αγρινίου στις ξένες αγορές οφείλεται στην εμπορική δραστηριότητα της οικογένειας Παπαστράτου.
Ο επιχειρηματικός «γενάρχης» λοιπόν της οικογένειας, ο Ευάγγελος Παπαστράτος, το 1906 αποχωρεί από την εταιρεία «Ρόζης και Βαρνάβας» και με 3.000 δανεικές δραχμές γίνεται μέτοχος μιας νέας εταιρείας επίσης καπνεμπορικής που δημιούργησε ένας «γνωστός κεφαλαιούχος» της εποχής, ο Αυγερινός, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ήταν 300.000 δρχ! της εποχής εκείνης εννοείται.
Αυτή είναι και η αφετηρία της εντυπωσιακής, περιπετειώδους και σε κάθε περίπτωση χαρακτηριστικής ιστορίας εκείνης της προπολεμικής γενιάς του επιχειρηματικού κόσμου.
Οι πρώτες του δουλειές έγιναν στη Γερμανία και στην Ολλανδία. Τα δεδομένα όμως στο ελληνικό καπνεμπόριο αλλάζουν μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τα ονομαστά στις ξένες αγορές καπνά της Μακεδονίας και της Θράκης αποτελούν για τους καπνεμπόρους της «παλιάς Ελλάδας» το καλύτερο «διαβατήριο» για την είσοδό τους στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που γίνεται στην έκδοση «Πρακτικός οδηγός περί καλλιέργειας του καπνού και ιδίως του μυρωδάτου καπνού της Ξάνθης» (Α. Λάμπρου, καπνοπαραγωγός, Εν Αθήναις 1905): «Ξάνθη είναι πόλις και επαρχία της Νοτιοανατολικής Μακεδονίας ένθα γίνονται τα περιφημότερα μυρωδάτα καπνά, Καβάλα δε η παραθαλασσία πόλις της επαρχίας ταύτης ένθα γίνεται η εμπορική επεξεργασία των καπνών της Ξάνθης και εκείθεν η εξαγωγή αυτών εις όλην την οικουμένην».   Την άνοιξη του 1919, όπου και συναντήθηκε με τους άλλους τρεις αδελφούς, τον Σωτήρη, τονΕπαμεινώνδα και τον Γιάννη και αρχίζει μια νέα περίοδος στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας, αφού στη νέα εταιρεία και οι τέσσερις γίνονται μέτοχοι.
* Άλλοι ξεριζώθηκαν και αυτοί έκλαιγαν τα καπνά τους
Ο ελληνικός στρατός περνάει στη Μικρά Ασία. Λίγο αργότερα η εταιρεία ανοίγει υποκατάστημα στη Σμύρνη. Και μετά από δύο χρόνια χάνει 300.000 κιλά καπνά καλής ποιότητας «από έλλειψη δραστήριας ενέργειας του εκεί αντιπροσώπου μας κυρίως, δεν φορτώθηκαν εγκαίρως και τα βρήκε η καταστροφή συγκεντρωμένα σε τρεις αποθήκες στη Σμύρνη»γράφει ο Ε. Α. Παπαστράτος στα απομνημονεύματά του.
Από το 1921 ως και το 1929 ο οίκος Παπαστράτου εξήγε κατά μέσον όρο ετησίως 3.382 τόνους καπνών, κάλυπτε δηλαδή το 1/10 του συνόλου των εξαγωγών καπνού.
Μεταξύ των τεσσάρων αδελφών υπήρξε ένας «εσωτερικός καταμερισμός εργασίας». Ετσι, ο Ευάγγελος και οΕπαμεινώνδας ασχολούνται με τις πωλήσεις και παρέμειναν ως την ίδρυση της καπνοβιομηχανίας, το 1930, στο εξωτερικό, ο Ιωάννης, αφού εξελέγη γερουσιαστής επί τριετίαν και στη συνέχεια βουλευτής, «αφιερώνεται εις τας εν Ελλάδι εργασίας του οίκου και υπερασπίζει τα συμφέροντα αυτού ενώπιον των αρχών» κτλ. (Δημ. Τσούγκος ό.π.), ενώ «ο Σωτήριος ασχολείται επίσης με τας εν Ελλάδι εργασίας του οίκου και διευθύνει επί πλέον και το λογιστήριόν του».
Τους πρώτους μήνες του 1930 περιορίστηκαν οι συναλλαγές με τη γερμανική αγορά και, όπως αναφέρει ο Ε.Παπαστράτος«πήραμε την απόφαση να πραγματοποιήσουμε πια το σχέδιο, που χρόνια μελετούσαμε: να ιδρύσουμε στην Ελλάδα ένα πρότυπο εργοστάσιο σιγαρέττων, που θέλαμε να αποτελέσει σταθμό στην εξέλιξη της καπνοβιομηχανίας στη χώρα μας».
Πράγματι τον Ιούλιο του 1930 δημιουργείται η Παπαστράτος Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία Σιγαρέττων και τον Μάιο του 1931 στον Πειραιά έγιναν τα εγκαίνια του εργοστασίου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε η βιομηχανική παρουσία της οικογένειας άλλαξε τα δεδομένα στον κλάδο του τσιγάρου.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1933, δημιούργησαν στο Βερολίνο το δεύτερο εργοστάσιο, το Hellas - Zigaretten Fabrik, και τα καπνά ήταν αποκλειστικώς ελληνικά. «Αυτό ήταν λάθος» γράφει ο Ε. Παπαστράτος, γιατί «το καπνιστικό κοινό της Γερμανίας ήταν μαθημένο στα ανατολικά καπνά, αλλά είχε συνηθίσει σε χαρμάνια καμωμένα από καπνά ελληνικά, τούρκικα και βουλγάρικα ανάμικτα». Το λάθος βέβαια διορθώθηκε, αλλά ήταν όμως αργά. Ο Χίτλερ είχε ανεβεί στην εξουσία, το κλίμα είχε γίνει εχθρικό για όλους τους ξένους. Έτσι, το 1936 «αναγκαστήκαμε να κλείσουμε το εργοστάσιό μας του Βερολίνου, με ζημιά πολύ σοβαρή, που εκμηδένισε τα κέρδη μιας δεκαετίας της καπνεμπορικής μας εταιρείας».
Το 1937 η οικογένεια επιχειρεί να εκμεταλλευθεί την αγορά της Αιγύπτου εξαγοράζοντας στο Κάιρο το εργοστάσιο Nestor Gianaclis. Αλλά «ύστερα από αγώνα δεκαοχτώ περίπου ετών, δαπανηρότατο, αναγκαστήκαμε κι εμείς το 1955 να σταματήσουμε τη λειτουργία του εργοστασίου μας του Καΐρου» γράφει ο ίδιος. 
Τον Σεπτέμβριο του 1940, παραμονές του πολέμου, ο Σωτήρης Παπαστράτος πεθαίνει και όταν ήλθε η γερμανική κατοχή «οι Ναζήδες δέσμευσαν αμέσως όλα τ' αποθέματα καπνών. Είχαμε 2.500.000 κιλά περίπου αποθέματα της ΠΑΒΕΣ (...) είχαμε άλλα 1.500.000 κιλά της καπνεμπορικής εταιρείας μας που προορίζονταν για εξαγωγή. Τα δεύτερα κατασχέθηκαν». Η περίοδος της Κατοχής συσσώρευσε τεράστιες ζημιές, αλλά και τα μεταπολεμικά χρόνια δεν ήταν εύκολα. Η κατανάλωση τσιγάρων στο εσωτερικό φθάνει σε ικανοποιητικά ύψη, αλλά οι εξαγωγές τους δυσκολεύονται από την επικράτηση των american blends, ενώ οι εξαγωγές της εταιρείας σε φύλλα καπνού βρίσκουν ξανά τους προπολεμικούς πελάτες τους. Το 1957 η εταιρεία κυκλοφορεί το πρώτο της τσιγάρο με φίλτρο και το 1965 επανεμφανίζει το Old Navy και παράγει το Astor για λογαριασμό της γερμανικής Reemtsma.
* Αρχίζουν οι διεθνείς συνεργασίες
Το 1975 αρχίζει η συνεργασία της με τη Philip Morris και έτσι κυκλοφορεί το Marlboro στην Ελλάδα. Πρόκειται για προφανέστατη στρατηγική επιλογή. Ως το 1980 η εταιρεία έχει συσσωρεύσει αρκετές ζημιογόνες χρήσεις και το «γύρισμα» αρχίζει από το 1983.
Η άνοδος είναι κατακόρυφη, με αποτέλεσμα να διατηρεί ως σήμερα την πρώτη θέση στην αγορά με μερίδιο 35%, έχοντας παράλληλα ισχυρή παρουσία στις αγορές των Βαλκανίων και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.  Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο διοικητικό συμβούλιο της Παπαστράτος ΑΒΕΣ αντιπροσωπεύονται σήμερα ορισμένα από τα ισχυρότερα ονόματα του προπολεμικού αλλά και του μεταπολεμικού επιχειρηματικού κόσμου. Πρόεδρος είναι ο κ. Α.Αβέρωφ, εκπροσωπώντας βεβαίως την οικογένεια των ιδρυτών, ενώ παράλληλα συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, γόνοι της οικογενείας Ηλιάσκου και της οικογενείας Γκέρτσου  καθώς και εκπρόσωποι άλλων εταιρειών και ομίλων που πρωταγωνίστησαν στην ελληνική οικονομική ιστορία αυτού του αιώνα. Ίσως αυτή η εκπροσώπηση να έχει τη δική της σημειολογική σημασία.
(Πηγή:www.epoxi.gr)
Πρόκειται για μια επιχείρηση η οποία θεωρείται από τα δυνατά χαρτιά του ελληνικού επιχειρείν και στηρίζει έμπρακτα την ελληνική οικονομία τόσο με την παραγωγή προϊόντων, όσο και με την απασχόληση εκατοντάδων εργαζομένων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι 7 στα 10 ξυραφάκια BIC παγκοσμίως είναι ελληνικής κατασκευής. Ηκαινοτομία είναι στο DNA της εταιρείας δεδομένου ότι τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει κατοχυρώσει περισσότερες από 40 ελληνικές πατέντες, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι οι Έλληνες εργάζονται σκληρά και μεθοδικά.
Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε το 1952 από την οικογένεια Πολίτη, η οποία εξειδικευόταν στην παραγωγή ξυριστικών λεπίδεων δύο αιχμών. Η ξυριστική λεπίδα δύο αιχμών, ASTOR και η ιδιαίτερα ανταγωνιστική της τιμή ήταν εκείνα που συνέβαλαν στην καθιέρωση της ΒΙΟΛΕΞ στην αγορά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η ASTOR είχε ήδη ξεπεράσει κορυφαίες διεθνείς εταιρίες και ήταν η εταιρία με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Ελλάδα. Το 1973 ήταν ορόσημο για την οικογένεια Πολίτη, καθώς ο Σουηδός μηχανικός Kenneth Gyllerstrom, σχεδίασε και παρήγαγε στο Περιστέρι το πρώτο απορριπτόμενο ξυριστικό μιας χρήσεως στον κόσμο. Ήταν μια κατασκευή που άλλαξε τα δεδομένα στον κόσμο των ξυραφιών. 
Οι στρατηγικές συνεργασίες ήταν το επόμενο βήμα, με τον Αναστάσιο Πολίτη να συνάπτει συμφωνία με τον Γαλλίκο όμιλο BIC, το όνομα του οποίου ήταν επίσης συνδεδεμένο με την καινοτομία, καθώς είχε κάνει μία αντίστοιχη επανάσταση με το στυλό μιας χρήσεως. Ένα χρόνο αργότερα η οικογενειακή επιχείρηση μετονομάζεται σε BIC VIOLEX και παράγει αρχικά για την ελληνική αγορά το πρωτοποριακό ξυριστικό μιας χρήσεως.
Το 1975 η BIC VIOLEX γίνεται μύθος και η πατέντα της τίθεται σε διεθνή κυκλοφορία. Τα εργοστάσια παραγωγής ξυριστικών λεπίδων σε Γαλλία, Βραζιλία και Αμερική δεν άργησαν να έρθουν και μέχρι και σήμερα κατασκευάζουν εκατομμύρια ξυραφάκια, τα οποία διοχετεύονται στις αγορές του εξωτερικού. Τελευταίος σταθμός για την οικογένεια Πολίτη ήταν το 1999, όταν η BIC VIOLEX εξαγοράστηκε από τον όμιλο BIC χωρίς, ωστόσο, η εξαγορά να στερεί από την επιχείρηση την ελληνικότητά της. Μέχρι και σήμερα διοικείται παγκοσμίως από Έλληνες και η παραγωγή είναι εγχώρια, καθιστώντας το ξυραφάκι BIC ένα αμιγώς ελληνικό προϊόν.
(Πηγή: www.fortunegreece.com)
Το 1870 στο πλούσιο από ελαιόδεντρα Ελληνικό Νησί της Λέσβου, ο Δημήτρης Παπουτσάνης συγκροτεί το πρώτο ατμοκινούμενο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου, το οποίο όμως δεν εξήγαγε μόνο ελαιόλαδο άριστης ποιότητας αλλά και αγνό σαπούνι ελαιλάδου.
Αυτό σήμανε τη γέννηση μιας εταιρίας που μετρά πάνω από 140 χρόνια… 
Το 1913 η παραγωγική μονάδα μεταφέρθηκε στον Πειραιά, όπου η πρώτη γραμμή βιομηχανικής παραγωγής σαπουνιού ξεκίνησε.
Η επέκταση της εταιρίας το 1972 και η ένταξη της στο Χρηματιστήριο Αξιών μέχρι και σήμερα  μετέφερε στα βόρεια προάστια της Αθήνας τις δραστηριότητες της.
Τον Φεβρουάριο του 2001, η συνεχής ανάπτυξη της Παπουτσάνης οδήγησε στα εγκαίνια του νέου εργοστασίου στα βόρεια της Αττικής, περιοχή Χαλκίδας καθιστώντας τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής σαπουνιού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τον μεγαλύτερο προμηθευτή ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ελλάδα.

"ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ" η Ελληνική Εταιρεία που με τις πρωτοπορίες και τα βραβεία της, συνεχίζει μέχρι σήμερα να φροντίζει για την ενυδάτωση και περιποίηση στο σώμα, το πρόσωπο και τα μαλλιά.

(Πηγή: www.papoutsanis.gr)
Επί 85 χρόνια τα τσιγάρα Santé συντρόφευσαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Με το βαρύ τους χαρμάνι και το vintage πακέτο με τη μυστηριώδη και μοιραία γυναίκα μιας άλλης εποχής υπήρξαν τα πιο cult και παράλληλα αρχοντικά ελληνικά τσιγάρα. Το τέλος εποχής τους όμως ήρθε, καθώς η Philip Morris τα αποσύρει λόγω χαμηλών πωλήσεων και μαζί με αυτά λέει αντίο και στο ΄Ασσος άφιλτρο και το 'Ασσος φίλτρο κασετίνα.
Η ιστορία του Santé
Μπορεί στα σημερινά πακέτα να αναγράφεται με πομπώδη γράμματα ότι «το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία», αλλά στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου οι διαφημιστές της εποχής προσπάθησαν να επιβάλλουν το κάπνισμα στην αγορά ως κάτι τι υγιεινό.
Κάπως έτσι ο Χαρίλαος Κωνσταντίνου, έβγαλε στην αγορά το θρυλικό τσιγάρο το 1931 και το ονόμασε Santé, σε μία γαλλική παραλλαγή της λέξης sanitas, που στα λατινικά σημαίνει υγεία. Στα αλήθεια δεν ήταν κι ένα πολύ υγιεινό τσιγάρο καθώς, αν και από πολύ καλό χαρμάνι, περιείχε 0,7 mg νικοτίνη και 18mg πίσσα.
Τα γραφεία της εταιρείας Κωνσταντίνου ήταν στην οδό Λυκούργου αλλά τα τσιγάρα φτιάχνονταν στο δημόσιο καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν. Όπως έγραφαν στο πρώτο τους πακέτο η εταιρεία κατείχε «Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας αρ. 2373» και «Πιστοποιητικόν Χημείου Εθνικού Πανεπιστημίου ότι περιέχει ελάσσονα νικοτίνην αρ.2373».

Μια γυναίκα - σκάνδαλο στο πακέτο
Το πακέτο με την ξανθιά ντίβα που καπνίζει είχε φιλοτεχνήσει ένας Αθηναίος ζωγράφος. Όταν τα τσιγάρα πρωτοκυκλοφόρησαν όλοι προσπαθούσαν να μάθουν ποια είναι η όμορφη ξανθιά του πακέτου. Η γυναίκα - μυστήριο έγινε σχεδόν αστικός μύθος. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν απλά μία φανταστική γυναίκα. Άλλοι ότι ήταν η αγαπημένη του ζωγράφου. Στα αλήθεια όμως ήταν η αγαπημένη κάποιου άλλου…
 για τη Ζωζώ Νταλμάς, διάσημη ηθοποιό, τραγουδίστρια της όπερας και χορεύτρια των αρχών του περασμένου αιώνα. Όμορφη, ατίθαση, τολμηρή κι απρόβλεπτη, ήταν μία γυναίκα που δεν περνούσε απαρατήρητη. Η Ελληνίδα ντίβα είχε κάψει πολλές καρδίες στους καιρούς της… Μία εξ αυτών ήταν του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η γνωριμία τους αλλά και η σχέση τους κινηματογραφική. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό μαγαζί που εκείνη χόρευε και πέρασαν τη νύχτα μαζί. Το επόμενο πρωί ο Κεμάλ ξύπνησε κι έφυγε, αφήνοντας ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών στο κομοδίνο του. Εκείνη εξέλαβε την κίνηση του ως τρομερή προσβολή και του απάντησε με τον τρόπο της.
Πάνω στο χαρτονόμισμα ήταν τυπωμένο το πρόσωπο του Κεμάλ. Πήρε λοιπόν ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το κομμάτι που ήταν η εικόνα του. Παράτησε στο κομοδίνο το άχρηστο πλέον χαρτονόμισμα, μαζί με ένα το σημείωμα: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο», έγραφε.
Την άλλη μέρα της έστειλε κοσμήματα. Του τα επέστρεψε και τελικά κατάλαβε ότι αυτή η γυναίκα δεν εξαγοραζόταν με χρήματα. Ο δεσμός τους κράτησε πολλά χρόνια, σχεδόν μέχρι τον θάνατο του Κεμάλ.
Γυναίκα αράχνη ή κατάσκοπος;
Για κάποιους η Ζωζώ Νταλμάς ήταν μια γυναίκα αράχνη. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν ένας «διπλός πράκτορας», που χρησιμοποιούσε την ομορφιά της για να εξάγει μυστικά της τουρκικής κυβέρνησης. Όταν ερχόταν στην Ελλάδα είχε άλλωστε υψηλές επαφές, μεταξύ των οποίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η ίδια είχε πει: «Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα».
Η πατριωτική της δράση συνεχίστηκε και στην κατοχή. Οι πράκτορες της Γκεστάπο την ξυλοκόπησαν άγρια, όταν αρνήθηκε να καταδώσει αντιστασιακούς, με αποτέλεσμα, όντας 4 μηνών έγκυος, να αποβάλει το μωρό της.
Πέθανε το 1988 σε ένα γηροκομείο της Αθήνας, το πρόσωπο της έμεινε όμως στα Santé, για να θυμίζει τη γυναίκα θρύλο.
Ένα βιβλίο για το Santé
Το Santé το είδαμε να φιγουράρει στα χέρια διάσημων πρωταγωνιστών του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά να αναφέρεται και σε πλήθος μυθιστορημάτων.
Πρόσφατα μάλιστα ένα ολόκληρο βιβλίο γράφτηκε για αυτό, υπό τον τίτλο «Santé. 15 συγγραφείς κι ένα μυθικό τσιγάρο».
Ο πρόλογος του βιβλίου γράφει: «Το τσιγάρο που τύλιξε στον καπνό του επτά δεκαετίες νεοελληνικού βίου, το τσιγάρο που κέντρισε την ευαισθησία των εραστών της Τέχνης και της Ζωής, το τσιγάρο που συντρόφευσε θερμά τις προσωπικές στιγμές εκατομμυρίων καπνιστών εξελίχθηκε σε ζωντανό θρύλο που κάθε μέρα γίνεται νεότερος. 15 συγγραφείς εμπλέκονται στο μύθο του Santé. Και μέσα από το κατακόκκινο πακέτο ανασύρουν γεύσεις και αρώματα εποχών, επιθυμίες και αισθήσεις, όνειρα και περιπέτειες μνήμης, αποκαλύπτοντας τις λεπτομέρειες μιας σχέσης ιδιαίτερα προσωπικής όσο και ανέλπιστα συλλογικής»
Αλλαγή σκυτάλης και τέλος εποχής
Στα τέλη του 1990 η εταιρεία εξαγοράστηκε από την Παπαστράτος που ήταν ακόμη ελληνική. Στη συνέχεια, η Παπαστράτος κυκλοφόρησε το Santé φίλτρο κασετίνα.
Το 2003, η παραγωγή του τσιγάρου πέρασε στην Philip Morris, η οποία το μετονόμασε από Santé σε Zante, για να μην παραπέμπει στην λατινική εκδοχή της λέξης «υγεία».
Πλέον, το Santé είναι παρελθόν.

(Πηγή: tvxs.gr)



Τα μακαρόνια Μέλισσα, όπως και τα Αβέζ, τα ζυμαρικά Στέλλα και τα Primo Gusto είναι γνωστά σε όλους τους Έλληνες. Αποτελούν καθημερινούς «πρωταγωνιστές» της κουζίνας της ελληνικής οικογένειας. Ποιοτικά, θρεπτικά και οικονομικά, είναι μια προφανής επιλογή για το τραπέζι μας. Αυτό που δεν είναι όμως και τόσο γνωστό είναι ότι τα προϊόντα που παράγει η Μέλισσα-Κίκιζας, αγαπιούνται σε 35 ακόμη χώρες έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Η εν λόγω επιχείρηση όμως έχει κι άλλους λόγους για να κερδίσει μια θέση στην στήλη μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά». Εκτός από την ποιότητα των προϊόντων της, εκτός από την εξωστρέφειά της που κάνει την Ελλάδα γνωστή στο εξωτερικό, εκτός από την επένδυσή της στην ελληνική γη και τις πρώτες ύλες της, είναι μια επιχείρηση – παράδειγμα για το ρόλο που πρέπει να έχει ο εργαζόμενος. Θεωρείται ένας εργασιακός «παράδεισος» για τους περίπου 220 συμπατριώτες μας που δουλεύουν γι' αυτήν. Κι αυτό από μόνο του θα αποτελούσε ένα λόγο για να μιλήσουμε γι' αυτήν –πόσο μάλλον όταν συντρέχουν και τόσοι άλλοι...
Το τραγούδι του Ζαμπέτα
Η ιστορία της επιχείρησης ξεκινά το 1947, αλλά οι ρίζες της βρίσκονται ακόμη πιο βαθιά πίσω στο παρελθόν. Η ιστορία των ζυμαρικών στην Ελλάδα έχει τα θεμέλιά της κάπου στο Ναύπλιο, στην πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Εκεί λειτούργησε το 1824 η πρώτη «Φάμπρικα Μακαρονιών» όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούσαν οι Ναυπλιώτες. Μέχρι εκείνη την εποχή τα ζυμαρικά των Ελλήνων ήταν οι χυλοπίτες και ο τραχανάς που έφτιαχναν μόνοι τους στα σπίτια τους.
Η οικογένεια Κίκιζα κατάγεται από το Ελαιοχώριο Αρκαδίας. Ο Αλέξανδρος Κίκιζας, ένα από τα 12 παιδιά του Γιώργου και της Κανέλλας, γεννήθηκε εκεί το 1913. Το 1920 οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του άνοιξαν ένα κατάστημα με «εδώδιμα – αποικιακά» δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού τους, το οποίο έκανε χρυσές δουλειές και έβαλε όλη την οικογένεια στην «πρίζα» να πετύχει ακόμη περισσότερο. Αργότερα, τα αδέλφια μετακομίζουν στην Αθήνα και λειτουργούν κατάστημα τροφίμων στη συμβολή των οδών Λένορμαν και Παλαμήδου στο Μεταξουργείο. Μετά από λίγο καιρό το κατάστημα φτάνει να απασχολεί 35 άτομα!
Οι Αθηναίοι ξέρουν ότι «στου Κίκιζα» μπορείς να βρεις ό,τι επιθυμήσεις. Η φήμη του είναι τόσο μεγάλη που δίνει το όνομά του στη γειτονιά. «Η γειτονιά του Κίκιζα» έγινε στη δεκαετία του '60 ακόμη και τραγούδι από τον Γιώργο Ζαμπέτα. Η επιχείρηση θα μεγαλώσει κι άλλο όταν θα αποκτήσει το δικό της κυλινδρόμυλο και ποτοποιείο.
1947: Η ίδρυση της Μέλισσας
Το επόμενο βήμα θα γίνει το 1947 από τον Αλέξανδρο και τον Γρηγόρη Κίκιζα. Στη Λεωφόρο Κηφισού θα στήσουν το εργοστάσιο «ΒΕΖΑΚ» (Βιομηχανία Εκλεκτών Ζυμαρικών Αδελφών Κίκιζα), την μακαρονοβιομηχανία τους που, 65 χρόνια μετά, έχει εξελιχθεί σε μια από τις σημαντικότερες εταιρείες τροφίμων της χώρας μας. Μετά από μερικά χρόνια ο Γρηγόρης Κίκιζας αποχωρεί από την επιχείρηση και ο Αλέξανδρος τη μετονομάζει σε «Μέλισσα» -το σύμβολο της εργατικότητας. Ήταν και το σύμβολο της πιο βασικής του αρχής. Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά.
Μέσα στη δεκαετία του '60, από τα περίπου 120 εργοστάσια ζυμαρικών που είχε η Ελλάδα όταν ξεκίνησε η Μέλισσα, έχουν πια μείνει μόνο 30, αφού η υπεροχή της επιχείρησης του Αλέξανδρου Κίκιζα τόσο σε υποδομές όσο και σε ποιότητα προϊόντων, κάνει όλο και περισσότερους Έλληνες να στρέφονται προς τη Μέλισσα για το καθημερινό τους τραπέζι.
Το 1965 ο Αλέξανδρος Κίκιζας φεύγει από τη ζωή και την επιχείρηση αναλαμβάνει η σύζυγός του, Κωνσταντίνα. Το 1972 η Μέλισσα θα κάνει τις πρώτες της εξαγωγές και 32 τόνοι ζυμαρικών ταξιδεύουν στην Αμερική. Το 1973 θα εγκαταστήσει νέο κυλινδρόμυλο στη Λάρισα, ο οποίος παράγει σιμιγδάλι ειδικά για το εργοστάσιο ζυμαρικών. Το 1975 αναλαμβάνει την επιχείρηση ο Γεώργιος Κίκιζας, γιός του Αλεξάνδρου και της Κωνσταντίνας και δύο χρόνια αργότερα εξαγοράζει την Θεσσαλική μακαρονοποιία Ντεβέτα, οργανώνοντας ένα πανελλαδικό δίκτυο πωλήσεων. Το 1980 εγκαθίσταται ένα νέο σύστημα παραγωγής στη Λάρισα, που επιτρέπει στα νούμερα της Μέλισσας να ξεφύγουν σε επίπεδα που καμμία άλλη μακαρονοποιία στην Ελλάδα δεν μπορεί να φτάσει. Είκοσι χιλιάδες τόνοι, για τις αρχές της δεκαετίας του '80, είναι μια εξωπραγματική παραγωγή.
Η εταιρεία γίνεται διεθνής
Η δεκαετία του '80 φέρνει ακόμη πιο μεγάλες επιτυχίες στην πάντα εργατική οικογένεια Κίκιζα. Κατ' αρχάς, θα φέρει στην αγορά τα προϊόντα Pummaro που θα προκαλέσουν μια πραγματική επανάσταση στη ελληνική κουζίνα. Παράλληλα θα ξεκινήσει τις εισαγωγές της περίφημης ιταλικής Barilla, της οποίας τα προϊόντα θα διανέμει στην Ελλάδα για περίπου μια δεκαετία.
Από το '90 και μετά η Μέλισσα γίνεται πιο εξωστρεφής, εξάγοντας σε όλο και περισσότερες χώρες και ιδρύοντας, μάλιστα, και θυγατρική εταιρεία στην Πολωνία. Στην Ελλάδα είναι πια με διαφορά η πρώτη σε παραγωγή βιομηχανία ζυμαρικών, φθάνοντας τους 40.000 τόνους ετησίως. Το 1999 η Unilever θα εξαγοράσει το σήμα Pummaro, αλλά η Μέλισσα θα λανσάρει μια νέα σειρά τοματικών προϊόντων, τα Primo Gusto, που θα τα συνοδεύσει και με μια νέα σειρά ζυμαρικών με το ίδιο σήμα.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η Μέλισσα θα εξαγοράσει κι άλλες επιχειρήσεις (Ζυμαρικά Στέλλα, Παραδοσιακά Ζυμαρικά Βλάχα, Γλυκά Καζινό, Ζυμαρικά Αβέζ) ενώ θα ξεκινήσει και τις εισαγωγές προϊόντων από παγκοσμίου φήμης εταιρείες, όπως τις κομπόστες της Del Monte και τις σάλτσες της Heinz. Σήμερα, η Mέλισσα-Κίκιζας κάνει τζίρους της τάξης 70 εκατ. ευρώ ετησίως και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες εταιρίες τροφίμων στην Ελλάδα.
Το ανθρώπινο δυναμικό
Για να συμβούν όλα αυτά, βέβαια, χρειάστηκε πολλή εργατικότητα, ακριβώς όπως της Μέλισσας. Ο Αλέξανδρος Κίκιζας ήξερε τη συνταγή για να πείσει τους υπαλλήλους του να δουλέψουν τόσο σκληρά όσο κι ο ίδιος. Τους έκανε να νιώθουν πως η επιχείρηση είναι και δική τους. Και αυτή την αρχή πέρασε και στα παιδιά του.
Έκτακτα bonus, παροχή ροφήματος και πρόχειρου γεύματος, συχνές εκδρομές ήταν μερικά προνόμια που απολάμβαναν οι εργαζόμενοί του την από τη δεκαετία του '50 κιόλας –προνόμια πρωτόγνωρα για την Ελλάδα τότε. Έξι δεκαετίες μετά, αυτό δεν έχει αλλάξει. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Great Place to Work, το 2011, η Μέλισσα αποτελεί μια από τις 20 καλύτερες επιχειρήσεις για να εργάζεται κανείς στη χώρα μας. Οι 220 υπάλληλοί της δήλωσαν ότι υπάρχει προσωπικό ενδιαφέρον για κάθε εργαζόμενο, ότι υπάρχει αίσθημα δικαιοσύνης και φιλικό εργασιακό περιβάλλον. Και, πάνω απ' όλα, δήλωσαν ότι αισθάνονται υπερηφάνεια που δουλεύουν για την συγκεκριμένη επιχείρηση.
Υπερηφάνεια λοιπόν! Αυτό είναι ένα κομμάτι της συνταγής για μια υγιή, πετυχημένη ελληνική επιχείρηση. Με αυτή την υπερηφάνεια έχει καταφέρει να γεμίσει τους εργαζόμενούς της η Μέλισσα με τις αρχές της οικογένειας Κίκιζα, με τα ποιοτικά της προϊόντα, με την επένδυσή της στην ελληνική γη (η εταιρεία απορροφά κάθε χρόνο πάνω από 100.000 τόνους ελληνικά σιτηρά), με το ότι έχει κάνει το όνομά της γνωστό στα πέρατα του κόσμου. Και, βέβαια, με όλες τις παροχές που τούς προσφέρει: Από τα χαμηλότοκα δάνεια σε περίπτωση οικογενειακού προβλήματος, ως τις διοργανώσεις αθλητικών αγώνων, από το ιδιαίτερα δίκαιο σύστημα αξιολόγησης, προαγωγών και bonus, μέχρι τις εκπαιδευτικές ημερίδες και τα σεμινάρια για την επιμόρφωσή τους. Η Μέλισσα είναι μια ελληνική επιχείρηση – πρότυπο.
(Πηγή: www.newsbomb.gr)

Το 1890 ο καπνέμπορος Νικόλαος Ματσάγγος ίδρυσε μια μικρή βιοτεχνία καπνού και το 1910 έφερε την πρώτη καπνοκοπτική μηχανή. Από το 1918, όταν η επιχείρηση πέρασε στα χέρια των γιων του ιδρυτή, εξελίχθηκε με ραγδαίο ρυθμό για να κατακτήσει το 1947-48 την πρώτη θέση μεταξύ των ελληνικών καπνοβιομηχανιών.

Το 1918 οι Γιάννης και Κώστας Ματσάγγος, με συνεργάτη το Δημοσθένη Γατζόπουλο, προχώρησαν σταδιακά σε επεκτάσεις, αγορές μηχανημάτων και αύξηση της παραγωγής. Το 1925 δίπλα στο πρώτο καπνεργοστάσιο κτίστηκε νέο τετραώροφο, το οποίο κάλυπτε έκταση δύο οικοδομικών τετραγώνων. Το εργοστάσιο διέθετε μηχανουργείο, κυτοποιείο, ξυλουργείο, λιθογραφείο και χημείο. 

Την εποχή εκείνη, το καπνεργοστάσιο Αφών Ματσάγγου παρήγαγε 500.000 τσιγάρα ετησίως και απασχολούσε 350 εργάτες, ενώ το 1940 οι εργάτες έφτασαν τους 1050. Το 1927 η επιχείρηση ίδρυσε Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού, το οποίο έως την ίδρυση του ΙΚΑ, δέκα χρόνια αργότερα, εξασφάλιζε με μικρή επιβάρυνση ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

(Πηγή:voliotaki.blogspot.gr)


Στην Κύθνο, έχουν το έθιμο της «κούνιας». Σύμφωνα μ' αυτό, την Κυριακή του Πάσχα στην κεντρική πλατεία του χωριού, στήνεται μια κούνια στην οποία κουνιούνται εναλλάξ αγόρια και κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Σύμφωνα με το έθιμο, όποιο αγόρι κουνήσει ένα κορίτσι και το αντίθετο, δεσμεύεται ενώπιων Θεού και ανθρώπων, για γάμο.
(Πηγή:www.kythnos365.com)