Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες(παπουτσήδες) γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Δηλαδή ήταν μπαλωματήδες

Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος  απ’ την αρχή.

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνεςσακοράφες,σουβλιάσφυράκιαλίμεςτανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος  πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια.
(Πηγή:3lyk-n-filad.att.sch.gr)
(Φωτό:National Geographic, 1940)



 Ο λατερναζής ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη λατέρνα καταστόλιστη και φοτωμένη με μπιχλιμίδια, χάντρες, φούντες και φώτογραφίες με όμορφες κοπέλες. Έτσι φωρτομένος γύριζε στούς δρόμους, την έστηνε σε κάποιο σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιαν μελωδίες οι γειτονίες. Η λατέρνα είναι ένα είδος έγχορδου μουσικού οργάνου, που αποτελείτε απο ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο μηχανισμός που εκτελεί τα μουσικά κομμάτια. Οι λατερνατζήδες έπαιζαν γνωστά μουσικά κομμάτια εκείνης της εποχής, μαζεύοταν ο κόσμος να ακούσει και μετά έριχναν στο αναποδογυρισμένο καπέλο του βοηθού τους, ότι είχε ευχαρίστιση ο καθένας. Με το που εμφανίστικε όμως το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο άρχισε η σταδιακή πτώση της, όσπου την αποτελείωσε η εποχή της δικτατορίας, κατά την διάρκεια της οποίας, απαγορεύτηκε η χρήση της λατέρνας επειδή θεωρήθηκε όργανο του υποκόσμου. Σήμερα δεν απέμειναν πολλές λατέρνες, και όσοι λατερνατζίδες εμφνίζονται, ρομαντικοί συνεχιστές του παρελθόντος, δυστυχώς αντιμετοπίζονατι υποτιμητικά απο τον περισσότερο κόσμο.
(Πηγή:oiliosoiliatorasotrelopexnidiatoras.blogspot.gr)

Αν και την παράδοση στη συλλογή των σφουγγαριών, την είχε κυρίως η Κάλυμνος, το«νησί των σφουγγαράδων» και η Σύμηυπήρχαν αρκετοί Ροδίτες που δούλευαν στα σφουγγαράδικα καΐκια Συμιακών, Καλύμνιων, Ροδιτών και άλλων Δωδεκανήσιων καπετάνιων.
Η δουλειά του σφουγγαρά ήταν από τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες, αφού έπρεπε να καταδύονται σε βάθος από 18 μέχρι 50 μέτρα για να μαζέψουν τα σφουγγάρια.Οι σφουγγαράδες, εκτός από τον εξοπλισμό του ίδιου του καϊκιού, χρησιμοποιούσαν και εξειδικευμένο βοηθητικό εξοπλισμό όπως την καταδυτική στολή (σκάφανδρο), μεταλλικό κράνος,σχοινιάβαρίδιαμηχάνημα παροχής αέρα, τηνσκανταλόπετραθήκη για να τοποθετούν τα σφουγγάρια.
Ο σφουγγαράς φορούσε το σκάφανδρο, τα βαρίδια και στο τέλος το μεταλλικό κράνος, το οποίο συνδεόταν με ένα λάστιχο, το μαρκούτσο, με την συσκευή παροχής αέρα, που έπρεπε να δουλεύει όση ώρα βρισκόταν στο βυθό. Όταν ήταν έτοιμος να βουτήξει, έπιανε τη σκανταλόπετρα, έπεφτε στη θάλασσα και "περπατούσε" στο βυθό, ψάχνοντας για σφουγγάρια. Όταν μάζευε αρκετά, τραβούσε το σχοινί και οι βοηθοί του τον ανέβαζαν στην επιφάνεια. 
Σ' αυτή τη φάση, γίνονταν και τα περισσότερα ατυχήματα, γι' αυτό στο πόστο αυτό, έπρεπε να βρίσκονται έμπειροι σφουγγαράδες ώστε, να μην τον ανεβάζουν απότομα ώστε να προλαβαίνει να γίνεται η αποσυμπίεση και να μην παθαίνει ανεπανόρθωτες κινητικές βλάβες (νόσος των δυτών).
 
Όταν οι σφουγγαράδες επέστρεφαν στο νησί τους, στο λιμάνι τους υποδέχονταν από μακριά οι μανάδες και οι γυναίκες τους, ντυμένες στα μαύρα, αφού το πιο πιθανό ήταν να έχουν πεθάνει ή να έχουν μείνει ανάπηροι.
Τα σφουγγάρια που μάζευαν, τα έπλεναν για να τ' ασπρίσουν και τα διέθεταν στις αγορές για να πουληθούν. 
(Πηγήhttp://ma8ites-en-drasi.blogspot.gr)
(Φωτό:Βούλα Παπαϊωάννου)

*Το «Ντιρλαντά» έχει ένα ρυθμό που σε ξεσηκώνει. Σα να σε ζωντανεύει. Ένα τραγούδι χωρίς μουσικό τέλος. Ένας σκοπός που σου επιτρέπει να βάλεις ότι στίχο θέλεις. Σύμφωνα με ερευνητές της λαϊκής μουσικής, η γρήγορη ερμηνεία του μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση έκστασης. Ίσως γι” αυτό τραγουδιόταν συνεχώς στα καλυμνιώτικα σφουγγαράδικα. Για να κρατάει ξύπνιους και σε εγρήγορση τους δύτες και τους τροχαλητές με τον χαρακτηριστικό ρυθμό του. Κάποιοι λένε ότι οι σφουγγαράδες το τραγουδούσαν όλοι μαζί στους δύτες, όταν ανέβαιναν από τις καταδύσεις. Ήθελαν να τους κρατήσουν ξύπνιους και να αποφύγουν τη νόσο των δυτών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το Ντιρλαντά το έλεγαν σε αυτόν που γύριζε τον τροχό της αντλίας, που έστελνε αέρα στον δύτη. Ο τρόχος γυρνούσε με δυσκολία και έτσι έδιναν ρυθμό στον τροχαλητή για να συνεχίσει. Η ζωή του δύτη κρεμόταν από αυτόν. Στην Κάλυμνο το τραγούδι υπάρχει και σε δεύτερη εκτέλεση, ακριβώς με τον ίδιο ρυθμό, αλλά αντί για Ντιρλαντά λέγεται «Πέντε και τέσσερα εννιά». Η λαϊκή παράδοση το κατατάσσει στα τραγούδια της Μπαρμπαριάς, δηλαδή ότι προέρχεται από λαούς της Βόρειας Αφρικής.... 

(Πηγή: www.mixanitouxronou.gr)

Οι καλαθάδες έπλεκαν τα καλάθια από βέργες λυγαριάς, που φύτρωναν κοντά στα ποτάμια και τα ρυάκια. Τα καλάθια ήταν διαφόρων ειδών και μεγεθών, ανάλογα με τη λειτουργία και τη χρήση τους. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, «θήκες» που προστάτευαν τις γυάλινες νταμιτζάνες (όπου έβαζαν το κρασί), καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια, που τα χρησιμοποιούσαν σε εθιμικές τελετές.. Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Τα βασικά εργαλεία του καλαθοπλέκτη ήταν ο ξύλινος σχίστης, με τον οποίο έσχιζε τα καλάμια και ο κολαούζος για τη διάνοιξη της οπής όπου τοποθετούσε το χερούλι.
Τα καλάθια τα πουλούσαν στα χωριά γυρολόγοι πωλητές ή οι ίδιοι οι καλαθοπλέκτες, ενώ πολλά καλάθια κατασκευάζονταν κατόπι παραγγελίας από τον χρήστη. Τις τελευταίες δεκαετίες τα καλάθια απέκτησαν περισσότερο διακοσμητικό παρά χρηστικό ρόλο, εφόσον υποκαταστάθηκαν από το πλήθος των φτηνών πλαστικών και γυάλινων βιομηχανικών σκευών και η παραγωγή ειδών καλαθοπλεκτικής περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, για να μην πούμε ότι έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
(Πηγή: www.ecomuseum.gr)
(Φωτό: Nelly's, 1927)

Φαινόμενο καθαρά ελληνικό, παγκόσμια πρωτοτυπία της χώρας μας, το περίπτερο αποτυπώνει την ίδια την ελληνική κοινωνία και τις τάσεις  κάθε εποχής, ενώ η ιστορία του αποτελεί ένα κομμάτι της καθημερινότητας των Ελλήνων για περισσότερο από έναν αιώνα. 
Τα περίπτερα  με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα εμφανίστηκαν μετά το 1821, αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, πρώτα στο Ναύπλιο και έπειτα στην Αθήνα, ως μικρά καπνοπωλεία. Σιγά – σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν και έβαλαν στις προθήκες τους μικροαντικείμενα και  το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» με τιμή 25 λεπτά.
Οι λόγοι για την καθιέρωση και τη διάδοση των περιπτέρων  ήταν τρείς:  Καταρχήν η ανάγκη αποκατάστασης των αναπήρων και των τραυματιών των πολέμων. Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και ο αριθμός των περιπτέρων μεγάλωσε κατά πολύ. Ορόσημο για την εξάπλωσή τους αποτέλεσαν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Τότε η Ελλάδα γέμισε με ανάπηρους και τραυματίες πολέμου και η πολιτεία αναζητούσε έναν τρόπο για να τους συνδράμει. Καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να τους δώσει κανονικές συντάξεις αναπηρίας, η Πολιτεία προσέφερε στους ανάπηρους Πολέμου ως «προίκα» από ένα περίπτερο στον καθένα.
Ο δεύτερος λόγος ήταν για να μπορέσει το κράτος να ελέγξει  το καπνικό εμπόριο  και να το εντάξει σε ένα δίκτυο, ώστε να εξασφαλίσει έσοδα από τη φορολογία. Μέχρι τότε τσιγάρα χύμα και καπνό πουλούσαν  πλανόδιοι μικροπωλητές και ελάχιστα καπνοπωλεία, με αποτέλεσμα να χάνονται έσοδα για το κράτος. Το κράτος έδωσε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων  και δημιούργησε με ελάχιστο κόστος ένα φοροεισπρακτικό μηχανισμό, που του απέδωσε πολύ υψηλά έσοδα. Παράλληλα η  νομοθετική αυτή ρύθμιση είχε και κοινωνικό χαρακτήρα, πέραν του κρατικού ελέγχου, αφού χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν απασχόληση και έχτισαν τις ζωές τους είτε ως δικαιούχοι είτε ως ενοικιαστές είτε ως προμηθευτές αυτών των μικρών επιχειρήσεων.
Ο τρίτος λόγος ήταν η εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Σε μια εποχή που το εμπόριο δεν είχε αναπτυχθεί, πολυκαταστήματα δεν υπήρχαν και τα σημεία πώλησης ήταν λίγα, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν στο περίπτερο της γειτονιάς τους είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης. Ένα μικρό, πρόχειρα κατασκευασμένο, ξύλινο κουβούκλιο με ελάχιστα προϊόντα προσπαθούσε να καλύψει τις ελάχιστες οικονομικές ανάγκες της εποχής. Το περίπτερο της γειτονιάς όμως ενώ ξεκίνησε δειλά- δειλά ως ένας μικρός εσωτερικός χώρος με ελάχιστα είδη, όπως τσιγάρα και μερικά ψιλικά, καρφίτσες, μπαχαρικά, καραμέλες, τσίχλες κ.α. , με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε και πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα με τα προϊόντα να αυξάνονται συνεχώς, όπως προστάζουν οι ανάγκες κάθε μεγαλούπολης, κυρίως όταν η αγορά κλείνει το βράδυ. Όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται στα ράφια ή στα ψυγεία του και το περίπτερο εδραιώθηκε στις συνήθειες του νεοέλληνα.
Παρά τις αλλαγές, με δεδομένο ότι ο θεσμός των περιπτέρων ξεπέρασε τα 100 χρόνια ζωής και συνεχίζει να εξελίσσεται, δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα από το πιο επιτυχημένα κοινωνικά κι επιχειρηματικά εγχειρήματα του ελληνικού κράτους.
Το μόνο πράγμα που δεν άλλαξε, και ελπίζουμε να μην αλλάξει ποτέ, είναι ο ρόλος του περιπτέρου και του περιπτερά στην καθημερινότητά μας. Ο περιπτεράς της γειτονιάς είναι«ο άνθρωπός μας», εκείνος που μας περιμένει ανοικτός μέχρι αργά και τις Κυριακές, ο άνθρωπος που ξέρει το όνομά μας, τα τσιγάρα που καπνίζουμε ή τη μάρκα σοκολάτας που προτιμάμε, εκείνος που θα μας πει την  πρώτη καλημέρα και την τελευταία φιλική καληνύχτα. Ο άνθρωπος που ξέρει τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, που θα δώσει πληροφορίες στον ξένο και τον  περαστικό, ο πιστός σύντροφος των απανταχού ξενύχτηδων.  Αυτός είναι ο περιπτεράς μας! Και με βροχή και με κρύο και πρωί και νύχτα, ο περιπτεράς είναι  πάντοτε στις επάλξεις για να μας εξυπηρετήσει.
(Πηγή:Αλέξης Τότσικας, απόargolikivivliothiki.gr)
(Φωτό:Αθήνα, 1948)

Η «κυρά-Σαρακοστή» λειτουργούσε ως ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο το οποίο βοηθούσε «τους παλιούς» να μετρούν τις εβδομάδες που μεσολαβούσαν από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα. Συνήθως, ήταν η ζωγραφιά, μιας γυναίκας με μαντήλι στο κεφάλι, επτά πόδια, σταυρωμένα χέρια –επειδή προσευχόταν– και χωρίς στόμα, διότι νήστευε όλη αυτή την περίοδο. Κάθε Σάββατο, ξεκινώντας από το Σάββατο που ακολουθούσε μετά την Καθαρά Δευτέρα, η κυρά-Σαρακοστή «έχανε» ένα πόδι. Το τελευταίο μάλιστα, το οποίο κοβόταν το μεγάλο Σάββατο, σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας το τοποθετούσαν μέσα στο ψωμί της Ανάσταση και σε όποιον τύχαινε, του έφερνε καλή τύχη (κάτι σαν το φλουρί της Βασιλόπιτας)! Εκτός από χαρτί, η κυρά-Σαρακοστή μπορεί να φτιαχτεί επίσης από ύφασμα, αλλά και από ζυμάρι. Εγώ, την φτιάχνω με αλατόζυμο, ένα ωραίο υλικό που επειδή έχει πάρα πολύ αλάτι δεν χαλάει για πάρα πολύ καιρό – έχει τις ιδιότητες του πηλού ή της πλαστελίνης. 
  • Βάζουμε τα υλικά για το ζυμάρι σε ένα λεκανάκι και τα ζυμώνουμε μέχρι να γίνει μια ελαστική και ωραία ζύμη.
  • Πλάθουμε την Κυρά Σαρακοστή με το ζυμάρι φτιάχνοντας το σώμα, τη φούστα, το πρόσωπο, τα πόδια της, τη διακοσμούμε όπως θέλουμε και τη βάζουμε σε ένα ταψί το οποίο έχουμε στρώσει με λαδόκολλα.
  • Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 160 βαθμούς για 20 με 30 λεπτά.  Μας ενδιαφέρει να στεγνώσει και όχι να «ψηθεί».
Πηγή:http://akispetretzikis.com
Έργο του Σπύρου Βασιλείου
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και φτάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας, έχοντας ενσωματώσει στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων. Κατά το πέρασμα των αιώνων, το έθιμο αυτό κρατά τους ίδιους κανόνες και χαρακτηρίζεται από την πειθαρχημένη και εξαιρετικής αισθητικής εμφάνιση αυτών που συμμετέχουν.
Υπάρχουν 2 εκδοχές για την προέλευση του εθίμου.
Η πρώτη σχετίζεται με την αρχαιότητα, τις γιορτές προς τιμή του θεού Διόνυσου, που ήταν ο θεός του κρασιού και της αναγέννησης της φύσης. Η δεύτερη εκδοχή τοποθετεί το έθιμο στον καιρό της τουρκοκρατίας, όταν γενναία παλικάρια αντιστάθηκαν στην προσπάθεια των Τούρκων να κάνουν παιδομάζωμα για να φτιάξουν γενιτσάρους.
Πρόκειται για ένα χορευτικό δρώμενο, μια τελετή μύησης στην ιστορία της πόλης και συμμετοχής στα κοινά. Νωρίς το πρωί της Κυριακής, οι ήχοι του νταουλιού και του ζουρνά είναι εκείνοι που δίνουν το ρυθμό για τη συγκρότηση του μπουλουκιού. Προϋπόθεση για το μάζεμα αυτό, αλλά και τη συμμετοχή σ’ αυτό, είναι η αυστηρή αποδοχή και τήρηση συγκεκριμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου. Οι κανόνες αυτοί αφορούν την ένδυση, την αμφίεση και τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων, οι οποίοι είναι μόνο νέοι άντρες. Ακόμα και τη γυναικεία μορφή, την νύφη-Μπούλα, την υποδύεται άντρας. Επίσης, τα μουσικά όργανα, το δρομολόγιο και οι χοροί είναι προκαθορισμένα.
Ποια είναι όμως η προέλευση της ονομασίας «Μπούλα»; Ο Θεόδωρος Ζιώτας, στο βιβλίο του «Μπούλες της Νάουσας», μας παραθέτει τις εξής ερμηνείες:
1. Η λατινική λέξη «Bulla» (Μπούλα) εκτός των άλλων σημαίνει και α) ομφαλωτό κόσμημα ζωνών και θυρών, β) περιδέραιο, το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι στα αγοράκια τους σαν στολίδι. Επειδή η φορεσιά της ναουσαίϊκης Μπούλας είναι γεμάτη από ποικιλόμορφα κοσμήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι «Μπούλα» σημαίνει αυτός που φέρει στη στολή του διάφορα κοσμήματα (ασημικά, χρυσαφικά κλπ.).
2. Στην Ήπειρο, ειδικότερα στη Θεσπρωτία, χρησιμοποιείται το ρήμα «Μπουλώνω» το οποίο σημαίνει «καλύπτω», «σκεπάζω». Μπούλωμα, λοιπόν, είναι το «σκέπασμα», το «κάλυμμα» και βεβαίως, το «προσωπείο» ή οτιδήποτε άλλο καλύπτει μέρος ή ολόκληρο το πρόσωπο. Η λέξη «Μπούλα» σχετίζεται, λοιπόν, άμεσα εννοιολογικά με τα ποικιλόμορφα κοσμήματα και με το «προσωπείο» ή οτιδήποτε άλλο καλύπτει το πρόσωπο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν έντονα τις Μπούλες της Νάουσας.
Σε αντίθεση με την "αταξία" που επικρατεί τις μέρες της αποκριάς, το έθιμο της Νάουσας χαρακτηρίζει η πειθαρχημένη, τυποποιημένη και εξαιρετικής αισθητικής εμφάνισης των συμμετεχόντων. Το ντύσιμο, το μάζεμα, το προσκύνημα, το δρομολόγιο, το μουσικό ρεπερτόριο, οι χοροί, τα όργανα και οι συμμετέχοντες κρατούν εδώ και αιώνες τους ίδιους κανόνες.
Το έθιμο ξεκινάει την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς, συνεχίζεται την Δευτέρα - τα μπουλούκια επισκέπτονται τα σπίτια των μελών τους και γλεντούν, επαναλαμβάνεται την Κυριακή της Αποκριάς (Τυρινής) - στην πλατεία των Αλωνίων γίνεται γλέντι με παραδοσιακούς μεζέδες και το φημισμένο Ναουσαίικο κρασί, συνεχίζεται την Καθαρή Δευτέρα και την Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου όλα τα μπουλούκια συναντώνται στην περιοχή Σπηλαίου για να γλεντήσουν με παραδοσιακές πίτες, γλυκά του ταψιού και άφθονο κρασί.



(Πηγή: arive.gr και naoussa.gr)

Το γαϊτανάκι έφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας.  Αποτελεί ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας και δένει απόλυτα με το πνεύμα της Αποκριάς.Η λέξη γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της λέξης γαϊτάνιν που σημαίνει μεταξωτό κορδόνι και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη γαιϊτάνι, και σύμφωνα και την ετυμολογία της, οφείλει το όνομά της στην πόλη Γαέτα ονομαστή για την παραγωγή κορδελών.
Δεκατρία άτομα είναι απαραίτητα για το χορό. Ο ένας κρατάει ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο από την κορυφή του οποίου ξεκινούν δώδεκα μακριές κορδέλες διαφορετικού χρώματος η κάθε μια που ονομάζονται γαϊτάνια.  Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από μια κορδέλα και σχηματίζουν έξι ζευγάρια, χορεύοντας αντικριστά.  Τραγουδώντας ένα παραδοσιακό τραγούδι, και καθώς ο κάθε χορευτής εναλλάσσετε με το ταίρι του, περνώνας μία φορά από κάτω από τον συν-χορευτή του και μία από πάνω, πλέκουν τις κορδέλες πάνω στο στύλο δημιουργώντας  χρωματιστούς συνδυασμούς.  Όταν οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και όλοι έρθουν πολύ κοντά, τότε αρχίζουν να χορεύουν από την αντίθετη πλευρα ξεμπλέκοντας το γαϊτανάκι.
Ο χορός είναι συμβολικός.  Υπιδηλώνοντας τον κύκλο της ζωής, από τη ζωή ως το θάνατο, από τη χαρά στη λύπη, από την άνοιξη στο χειμώνα, υμνεί την ομόνοια και την συναδελφικότητα.
(φωτο:Μανόλης Φατσέας, Το  γαϊτανακι του Καρνάβαλου στην πλατεία της Χώρας το 1961)



 Ένας νέος και εύκολος τρόπος δημιουργίας επαγγελματικών προφίλ σύμφωνα με τις νέες στρατηγικές marketing, για την ενίσχυση της επικοινωνίας και της συνεργατικότητας μεταξύ των επιχειρήσεων και την προβολή τους στο καταναλωτικό κοινό.


Το Made-In-Hellas σε ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα! Βρες ό,τι ζητάς σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας, έλα σε επαφή, απογείωσε την επιχείρησή σου!
Γράψου τώρα στο newsletter μας και κέρδισε 10% έκπτωση:
http://made-in-hellas.gr