Εφημερίδεεεες!! Έκτακτο παράρτημαααα!!!!

  

Η μία άκρη του πέτσινου λουριού πιασμένη από τη ζώνη της μέσης γερά και η άλλη  δεμένη στον καρπό του χεριού. Ανάμεσα στο λουρί, 300 τόσα  φύλλα εφημερίδων, ένας ασήκωτος όγκος, πήγαιναν χιλιόμετρα κάθε μέρα φτάνοντας σε κάθε πόρτα νοικοκύρη…
-Εφημερίδεεες!! Παράρτημααα..!! Εκτακτα γεγονότα!
Σήμερα, τίποτα απ όλα αυτά. Κάθεσαι  ήσυχα – ήσυχα στον καναπέ κι όπως παρακολουθείς το σίριαλ, τσάκ σου κόβει το πρόγραμμα και εμφανίζεται ο τίτλος:
«Έκτακτο δελτίο..»  
Έτσι απλά. Αυτό είναι όλο. Βλέπεις τα πάντα, μαθαίνεις τα πάντα μέσα σε δύο λεπτά.
Δεν  υπάρχουν πια οι εφημεριδοπώλες που φώναζαν στο δρόμο:
Παράααρτημααα!! Καταδικάστηκε η μητριά που σιδέρωνε τη Σπυριδούλαααα! Ο Παπανδρέου στ ανάκτορααα!»
  Δεν υπάρχει πια ο μπάρμπα-Διαμαντής, ο Καράκαλος και τόσοι άλλοι που είχαν…τρέξει στη Βοστώνη!  Ήταν μαραθωνοδρόμοι. Αθλητές. Τότε η εφημερίδα πουλιόταν στο χέρι. Και τροχάδην. Έμπαιναν μέσα στα σπίτια, άνοιγαν όλες οι πόρτες διάπλατα. Είχαν επαφή με τον κόσμο. Με όλο τον κόσμο. Μέχρι και στου Μαξίμου έμπαιναν και άφηναν εφημερίδα! Σήμερα εκεί απ έξω «παραμονεύουν» τα κανάλια!  Ούτε ως…συνταξιούχοι δεν πλησιάζουν οι εφημεριδοπώλες!!
-  Θυμάμαι, αφηγείται ο παλαίμαχος  εφημεριδοπώλης, επίτιμος σήμερα πρόεδρος της Ένωσης Εφημεριδοπωλών Πειραιώς, Χρήστος Μητρόγιαννης,  που συναντούσα στην οδό Φίλωνος τη γυναίκα του Αμπατιέλου και της έδινα εφημερίδα. Αλλά επειδή την παρακολουθούσε η Ασφάλεια, εγώ  έβγαζα και της έδινα την «Ακρόπολη». Που να φανταστούν οι ασφαλίτες ότι μέσα είχα από πριν διπλώσει… την «Αυγή»! Θυμάμαι τις αντιδράσεις του κόσμου όταν φωνάζαμε στο δρόμο ότι εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης και οι άλλοι. Θυμάμαι ακόμη μια χαρακτηριστική περίπτωση του τότε πρωθυπουργού Πλαστήρα που έγινε είδηση. Όταν επέστρεψε από κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, είπε ο τελωνειακός «τίνος είναι αυτές οι βαλίτσες, του πρωθυπουργού; Καλά μην τις ανοίγετε. Να περάσουν»! Το μαθε ο Πλαστήρας, ρώτησε «ποιος έδωσε τέτοια εντολή;» Του είπαν «ο διευθυντής του τελωνείου». «Να ανοιχτούν οι βαλίτσες μου, είπε ο Πλαστήρας και να περάσει πειθαρχικό ο τελωνειακός!» Έ, αυτό έγινε…παράρτημα και κυκλοφόρησε. Τα παραρτήματα  ήταν απανωτά. Οι τότε μεγάλοι εφημεριδάδες, ο Γιώργος Βλάχος, ο Δημ. Λαμπράκης, η Ελένη Βλάχου, ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, ο Παπαγεωργίου της «Αθηναϊκής», είχαν συνδέσει τα συμφέροντά τους με μας. Τους δίναμε ιδέες για τις κυκλοφορίες. Εμείς ξέραμε ότι π.χ. στις 3 το πρωϊ  έφευγε το λεωφορείο με τους εργαζόμενους της Χαλυβουργικής και έπρεπε να είμαστε στην αφετηρία για να πουλήσουμε τις εφημερίδες! Όταν μια εφημερίδα είχε πτώση, αμέσως μας καλούσαν και μας ρωτούσαν τι φταίει…Μας συμβουλεύονταν κατά κάποιο τρόπο.
-  Έβλεπα τον αναγνώστη στα πενήντα μέτρα και ετοίμαζα την εφημερίδα, λέει ένας άλλος παλιός εφημεριδοπώλης, ο σημερινός πρόεδρος των εφημεριδοπωλών, Πειραιώς,  Αργύρης  Δρακόπουλος. Ήξερα τι διαβάζει ο καθένας. Θυμάμαι επί Χούντας, όταν ήλθε η Ασφάλεια και κατάσχεσε μια μέρα το «Έθνος» και τη «Βραδυνή». Είπαν, μην τα κυκλοφορήσετε. Εμείς όμως είχαμε πάρει τα φύλλα  και δεν μπορούσαν να μας βρουν στα στενά που εξαφανιζόμασταν. Κατάσχεσαν τα φύλλα στα σημεία πώλησης. Εμείς όμως είχαμε ήδη ξεπουλήσει!!
-  Όταν ένας γνωστός δημοσιογράφος είχε άρθρο, παρεμβαίνει ο ΧρήστοςΜητρόγιαννης,  ανέβαινε η κυκλοφορία 25 με 30%. Ο Γιώργος Βλάχος συμβουλευόταν τον εφημεριδοπώλη, ποια μέρα…θεωρούσε κατάλληλη για να βγάλει ένα-δύο άρθρα που ήθελε. Πουλούσα 650 φύλλα στην αμασχάλη!
  Τότε οι εφημερίδες έβγαιναν τρεις φορές την εβδομάδα 4σέλιδο, τρεις φορές 6σέλιδο και μόνο την Κυριακή 12σέλιδο…
  Τον Χρήστο Μητρόγιαννη φαίνεται δεν τον αφήνει το επάγγελμα. Μετά από 50 ολόκληρα χρόνια δουλειάς (άρχισε στα 14 να πουλάει εφημερίδες, το 1947) έρχεται τώρα συνταξιούχος κάθε πρωϊ να πιει  τον καφέ του στη διανομή του πρακτορείου και να βοηθήσει τους συναδέλφους του.
-Σκληρές εποχές για τον εφημεριδοπώλη τότε…
-Και από τα πιο σκληρά επαγγέλματα. Χωρίς προσωπική ζωή, στο κρύο , το χιόνι , τη βροχή, από τα άγρια χαράματα, όταν οι άλλοι πήγαιναν για ύπνο, εμείς ξεκινούσαμε φορτωμένοι.
  Ένας άλλος παλαίμαχος εφημεριδοπώλης, ο Γιώργος Ταμουρατζής,γελάει ξαφνικά, καθώς ακούει τους συναδέλφους του.
-  Θυμάμαι, λέει, έναν αναγνώστη που έφτασε μέχρι τη…Θήβα πίσω από το αυτοκίνητο του πρακτορείου για να πάρει την εφημερίδα του, επειδή έμαθε ότι κατάσχονται τα φύλλα! Ήταν, θυμάμαι, στη Χούντα, τη μέρα που η «Βραδυνή» είχε βγει με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «ΟΧΙ…» 
   Εγώ ξεκίνησα το ΄57, συνεχίζει. Πούλησα εφημερίδες στον Ανένδοτο του Γεωργίου Παπανδρέου. Μετά ήλθε η Χούντα, κατασχέσεις φύλλων, συλλήψεις, κρυφές πωλήσεις, άστα.
-  Πόσα…χιλιόμετρα έκανες κάθε μέρα φορτωμένος;
-  Δρομολόγιο με τα πόδια. Με το πρώτο καϊκι στη Σαλαμίνα, ξεκινούσα από τα Παλούκια, έπιανα το συνοικισμό όλο, ανέβαινα στα Αμπελάκια, κατέβαινα στο Καματερό… Με βροχή, με κρύο. Τότε φώναζες, «διαλαλούσες» το έγκλημα και έπεφτε ο κόσμος να πάρει εφημερίδα. Τη Σπυριδούλα που σιδέρωνε η μητριά της, την καλόγρια τη Σωφρονία  που σκότωσε τον καλόγερο. Σήμερα έχουν γίνει τόσα πολλά τα εγκλήματα που δεν συγκινείται πια κανένας!!
  Ο Δημήτρης Πισιμίσης  πιο κει στον πάγκο δουλεύει ακόμα. Σταματάει το ξεφόρτωμα των εντύπων μια στιγμή για να πάρει μέρος στη συζήτηση.
-  Φωνάζαμε τον πρωτοσέλιδο τίτλο της εφημερίδας «ο Παπανδρέου στα ανάκτοραααα..» κι έτρεχαν όλοι να αγοράσουν. Τι να φωνάξω σήμερα; Έχουν…ισοπεδωθεί οι ειδήσεις! Ξεκίνησα το ΄65. Με το λεωφορείο τρία δέματα στον ώμο, δύο στη ζωστήρα και μια εφημερίδα στον οδηγό για να…ανοίγει κάθε τόσο να πετάμε τα δέματα στο περίπτερο! Οι πιο πολλοί οδηγοί ήξεραν και μου το θύμιζαν: «Το δέμα του Γιώργου, το πετάω… Του τάδε δεν το πετάξαμε!» Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο πουλούσαμε εφημερίδες. Πάσχα ανήμερα, το βράδυ της Ανάστασης…Όπως είχα τις εφημερίδες στη ζωστήρα με το λουρί, ήξερα που είναι το κάθε φύλλο και το τραβούσα χωρίς να βλέπω. Γρήγορα. Διαβάζονταν πάρα πολύ τα άρθρα των επωνύμων δημοσιογράφων. Υπήρχαν έρευνες, σαρωτικά ρεπορτάζ που τα διάβαζε ο κόσμος.
Πιο κει ο Αργύρης Δρακόπουλος προσπαθεί να σηκώσει ένα μεγάλο δέμα με εφημερίδες. Μουρμουρίζει:  «Έβαζα 150 φύλλα στο λουρί την κάθε φορά. Πόσα να βάλω σήμερα με τέτοιο βάρος; 64 σελίδες και…5 ένθετα το κάθε φύλλο  πια!»
  Είχατε φανατικούς αναγνώστες;
-  Βεβαίως , τους γνωρίζαμε έναν-έναν  και τους σεβόμασταν. Κάναμε κοινωνικό λειτούργημα.   
  Σήμερα προσπαθούμε να μάθουμε τους νέους να σέβονται τον αναγνώστη και το μεροκάματο. Εδώ με τα χιόνια παρέλυσε η κρατική μηχανή αλλά οι εφημερίδες έφτασαν στην πιο μακρινή περιοχή και στην ώρα τους παρακαλώ.
Ρωτάμε πάλι τον παλαιότερο, τον βετεράνο τον  Χρήστο Μητρόγιαννη.
-  Πόσες φορές έτυχε να συλληφθείς;
-  Πολλές. Μ αυτόν τον μεταξικό νόμο περί Τύπου βρέθηκα πολλές φορές στα κρατητήρια, επειδή έβγαινα 10 λεπτά νωρίτερα από τις 12 το μεσημέρι να πουλήσω εφημερίδες. Κάποτε ένας εισαγγελέας ρώτησε τον αστυφύλακα που με πήγε ενώπιόν του «πάει καλά το ρολόϊ σου αστυφύλαξ;» Και μετά με έδιωξε!! Πήγαιναν οι αστυφύλακες και κάθονταν στις εισόδους των πολυκατοικιών. Όταν βγαίναμε, μας πιάνανε…
Ο μισθός τουλάχιστον ήταν αξιοπρεπής;
-  Όχι. Με δυσκολία ζούσαμε την οικογένειά μας. Θυμάμαι, πρέπει να ήταν το 1947,  επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη, ο εφημεριδοπώλης έπαιρνε  22% μικτά και ο Τσαλδάρης το έκανε 20%. Κάποια μέρα λοιπόν που έτρωγε αυτός στο Μικρολίμανο, γύριζε ο Κολιτσόπουλος (τότε Ταμίας της Ένωσής μας) φώναζε «εφημερίδεεες», ζήτησε μία ο Τσαλδάρης. Του δίνει την εφημερίδα αλλά ταυτόχρονα του λέει «κύριε πρόεδρε μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» Έβαλε το ένα πόδι επάνω σε μια καρέκλα για να δείξει το παπούτσι του, ακούμπησε και τον όγκο των εφημερίδων στο τραπέζι για να ξεκουράσει το χέρι του και του είπε: «Τι  ζήλεψες από τους εφημεριδοπώλες και μας αφαίρεσες το 2%;  Τα χιτλερικά άρβυλα που φοράμε για τη  βροχή και το  κρύο…;»


  Σήμερα, όσοι απέμειναν και… επιμένουν να μοιράζουν τις εφημερίδες, δεν φορούν τέτοια άρβυλα! Έχουν ένα μηχανάκι ή ένα μικρό αυτοκίνητο με το οποίο μπορεί να κάνουν  δεύτερο δρομολόγιο (συμβαίνει συχνά) 30 χιλιομέτρων για να πάνε  έστω και δύο-τρία φύλλα.  Ζητούν λοιπόν να τους επιτραπεί η πετρελαιοκίνηση. Αλλά ποιος θα τους ακούσει;  Ο…Τσαλδάρης;
(Πηγή: Γιάννης Κριτσαντώνης, www.styx.gr)