Γαϊτανάκι μου πλεγμένο, στην άνεμη τυλιγμένο


Το γαϊτανάκι έφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας.  Αποτελεί ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας και δένει απόλυτα με το πνεύμα της Αποκριάς.Η λέξη γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της λέξης γαϊτάνιν που σημαίνει μεταξωτό κορδόνι και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη γαιϊτάνι, και σύμφωνα και την ετυμολογία της, οφείλει το όνομά της στην πόλη Γαέτα ονομαστή για την παραγωγή κορδελών.
Δεκατρία άτομα είναι απαραίτητα για το χορό. Ο ένας κρατάει ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο από την κορυφή του οποίου ξεκινούν δώδεκα μακριές κορδέλες διαφορετικού χρώματος η κάθε μια που ονομάζονται γαϊτάνια.  Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από μια κορδέλα και σχηματίζουν έξι ζευγάρια, χορεύοντας αντικριστά.  Τραγουδώντας ένα παραδοσιακό τραγούδι, και καθώς ο κάθε χορευτής εναλλάσσετε με το ταίρι του, περνώνας μία φορά από κάτω από τον συν-χορευτή του και μία από πάνω, πλέκουν τις κορδέλες πάνω στο στύλο δημιουργώντας  χρωματιστούς συνδυασμούς.  Όταν οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και όλοι έρθουν πολύ κοντά, τότε αρχίζουν να χορεύουν από την αντίθετη πλευρα ξεμπλέκοντας το γαϊτανάκι.
Ο χορός είναι συμβολικός.  Υπιδηλώνοντας τον κύκλο της ζωής, από τη ζωή ως το θάνατο, από τη χαρά στη λύπη, από την άνοιξη στο χειμώνα, υμνεί την ομόνοια και την συναδελφικότητα.
(φωτο:Μανόλης Φατσέας, Το  γαϊτανακι του Καρνάβαλου στην πλατεία της Χώρας το 1961)