Σύρος! Η αρχόντισσα των Κυκλάδων

  προεται μάλλον από το Σούρ ή Οσο
ύρα που σήμαινε "βραχώδης"  . Ο Ό
Το όνομα «Σύρος» προέρχεται από το Φοινικικό Ουσύρα, που σημαίνει ευτυχής ή το «Συρ» βράχος!..
Το νησί της Σύρου κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στις θέσεις Χαλανδριανή και Καστρί, ύστερα από ανασκαφική έρευνα, έχουν εντοπιστεί σημαντικά δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2.700-2.200 π.Χ.). Αξιόλογα ευρήματα έφεραν στο φως οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1862 στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής και συνεχίστηκαν αργότερα το 1898 από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα. Ήρθαν στο φως υπολείμματα οχύρωσης, οικιών κ.ά. 
Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί αποτελεί έναν από τους καλύτερα διατηρημένους οικισμούς της περιόδου. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου.

Ίχνη εγκαταστάσεων εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία του νησιού (Τάλαντα, Σαν Μιχάλης, Αζόλιμνος, Γαλησσάς, Μάλλια, Μάννα). Στους αιώνες που ακολούθησαν, το νησί βρέθηκε σταδιακά κάτω από την επιρροή των Φοινίκων, των Μινωιτών και στη συνέχεια των Μυκηναίων. Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί με το όνομα «Συρίη», και την ονομάζει «δίπολις», διότι είχε δύο πόλεις -την Ποσειδωνία και τη Φοινική- με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη.

Τον 6ο αι. π.Χ. στη Σύρο, η οποία εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του πρώτου ηλιακού ρολογιού, και δάσκαλος του Πυθαγόρα. Το όνομά του έχουν δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχωπού) και το άλλο στην Αληθινή, ανάμεσα στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο. Την περίοδο αυτή υπήρχαν δύο πόλεις στη Σύρο: Μία στη σημερινή Ερμούπολη (στην περιοχή Πευκάκια-Ψαριανά) και μία στο Γαλησσά (Γαλησσός). Κατά την Μηδική εισβολή, η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες. Από το 478 π.Χ. εντάχθηκε στην Α΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Διατήρησε την αυτονομία της, με βουλή και δήμο, κατέβαλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (324-184 π.Χ.) η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Μετά από μία περίοδο αναταραχών κατά τον 3ο αι. π.Χ., το νησί ακμάζει και πάλι κατά τον 2ο αι. π.Χ., όπως μαρτυρεί η κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αι. π.Χ. 

Βυζαντινοί χρόνοι – Φραγκοκρατία – Οθωμανική περίοδος

Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, οι βαρβαρικές επιδρομές και η μάστιγα της πειρατείας, που σημαδεύουν το χώρο του Αιγαίου για πολλούς αιώνες, είχαν σαν συνέπεια την παρακμή του νησιού. Στους Βυζαντινούς χρόνους, η Σύρος αποτελεί, μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, τμήμα του «θέματος του Αιγαίου».

Με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Σύρος υπάγεται στην ενετική κυριαρχία και ανήκει στο «δουκάτο του Αιγαίου». Κατά τη Λατινοκρατία, η πλειοψηφία των κατοίκων αποδέχεται το καθολικό δόγμα, διατηρεί όμως την ελληνική γλώσσα, όμως παρέμεινε μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού». Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες ζωής του δουκάτου του Αιγαίου, η Σύρος γνωρίζει ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οθωμανικός στόλος καταλαμβάνει το νησί και το δουκάτο καταλύεται. Όμως, οι διαπραγματεύσεις των τοπικών αρχών με την οθωμανική εξουσία οδηγούν στα 1579 στην παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα κυκλαδονήσια, όπως, για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας και θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα, στο πλαίσιο των πρώτων διομολογήσεων της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1535, έπειτα από σχετική συμφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της οθωμανικής εξουσίας, οι καθολικοί τίθενται υπό την προστασία των Γάλλων, προνόμιο που διατηρήθηκε για αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, το 1617, ο οθωμανικός στόλος καταστρέφει το νησί. Κατά τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο πληθυσμός του νησιού ήταν περίπου 2.500 καθολικοί και 150-200 ορθόδοξοι.

Νεότεροι χρόνοι

Μετά το β΄ μισό του 17ου αιώνα, αφού έληξαν οι συρράξεις μεταξύ Ενετών και Οθωμανών, αρχίζει μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης στο χώρο του Αιγαίου, που κορυφώθηκε κατά το πέρασμα από το 18ο στο 19ο αιώνα. Χάρη στην καίρια γεωγραφική της θέση, την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων και την ενισχυμένη αυτοδιοίκηση, η Σύρος αναδείχθηκε σε ναυτιλιακό κόμβο. Η διατήρηση ουδετερότητας από τους Συριανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση πολυάριθμων ελληνορθόδοξων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τη Χίο, τα Ψαρά, την Κάσο, που βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στο νησί. Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μεταλαμπάδευσαν νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Δραστηριότητες, όπως η διακίνηση σιταριού και πολεμοφοδίων για τους εμπόλεμους, η εκποίηση λειών πολέμου αλλά και πειρατικών λαφύρων, η εξαγορά αιχμαλώτων και το δουλεμπόριο απέφεραν πλούτο στους Συριανούς. Σταδιακά και με την άφιξη πολυάριθμων προσφύγων από διάφορες περιοχές του ανατολικού Αιγαίου ανατράπηκε η παραδοσιακή αναλογία καθολικών-ορθοδόξων υπέρ των δεύτερων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης αριθμούσαν τους 13.800, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Χιώτες και το ένα πέμπτο Σμυρνιοί και Κυδωνιείς. 

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Σύρος, ειδικότερα η Ερμούπολη, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες Χιώτες, Σμυρνιούς, Ψαριανούς, Κάσιους και Κρήτες -και ονομάστηκε έτσι από τους πρώτους οικιστές της πόλης, προς τιμή του Κερδώου αλλά και του Λόγιου θεού Ερμή - αναδείχθηκε σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής. Το Μάιο του 1823 η Σύρος μαζί με τη Μύκονο αποτελούν μια επαρχία σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση των νησιών του Αιγαίου που θέσπισαν οι αρχές της Επανάστασης. Από το 1830, αναπτύχθηκε στη Σύρο το εμπόριο των υφασμάτων, του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, και παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα.

Παράλληλα δημιουργείται και το πρώτο λιμάνι. Τεράστιες αποθήκες και τελωνείο χτίζονται με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Erlacher και συνεχίζονται από το Βαυαρό Weiler. Η θεμελίωση του έργου έγινε επίσημα από τον ίδιο τον Όθωνα. Το πρώτο νοσοκομείο της Ελλάδας χτίστηκε εδώ το 1834 και ήταν για όλους δωρεάν. Έτσι μέχρι το 1860 η Σύρος εξελίσσεται στο πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Η ακμή της Ερμούπολης συνδέθηκε με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Η παρακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας σήμανε μια περίοδο μαρασμού. Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώθηκε καθώς το λιμάνι του Πειραιά απέκτησε την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό χώρο.

Στο τέλος του 19ου αιώνα και για μερικές ακόμα δεκαετίες παρατηρήθηκε προσωρινή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στην ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας. Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού. Η οικονομική παρακμή εντάθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε στροφή στην οικονομία του νησιού με κύριο άξονα τον τουρισμό.

Η Σύρος σήμερα

Οι τουριστικές υποδομές, η ένταξη του νησιού σε ευρωπαϊκά προγράμματα αλλά και η επαναλειτουργία του Νεωρίου Σύρου, η αυξημένη αγροτική παραγωγή, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και βιομηχανικής κληρονομιάς του νησιού και η παρουσία δημοσίων υπηρεσιών έδωσαν ώθηση στη ζωή του νησιού, μετά από μια περίοδο οικονομικού μαρασμού. Σήμερα, η Σύρος είναι το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Κυκλάδων. 

Καθολικοί και Ορθόδοξοι συνυπάρχουν αρμονικά και την παλαιότερη αμοιβαία επιφυλακτικότητα του παρελθόντος έχει αντικαταστήσει η οικονομική και κοινωνική όσμωση. Έτσι, μεγάλο ποσοστό των σημερινών επαγγελματιών στην Ερμούπολη προέρχονται από την Άνω Σύρο, ενώ οι μεικτοί γάμοι είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο. στ
ην "Οδύσσεια" ως Συρίη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως στα τέλ
η του περασμένου αιώνα στην Χαλανδριανή, στα Βορειοανατολικά του νησιού, χρονολογούνται από το 2.800 π.Χ., την β' περίοδο του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Τα ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ

Η ακμή της Ερμούπολης, εκτός από οικονομική ευμάρεια έφερε σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Δημόσια και ιδιωτικά σχολεία φημίζονταν για το υψηλό τους επίπεδο. Το 1825 ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό στην Ερμούπολη από τους Γεώργιο Κλεόβουλο, Γρηγόριο Κωνσταντά και Φίλιππο Ιωάννου. Το 1830 άρχισε τη λειτουργία του το πρώτο δευτεροβάθμιο παρθεναγωγείο και λίγο αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου το 1834 εγκαινιάζεται το πρώτο Γυμνάσιο της Ερμούπολης, με γυμνασιάρχη τον Νεόφυτο Βάμβα (1833-1836), έναν από τους σημαντικότερους «διδασκάλους του Γένους». Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα καθολικά σχολεία της Άνω Σύρου, όπως η Σχολή των Καλογραιών του Ελέους και το σχολείο του Αγίου Ιωσήφ, το οποίο διαδέχτηκε η Σχολή των Φρερ. Το 1830 εκδίδεται στην Ερμούπολη η πρώτη ξενόγλωσση εφημερίδα που εμφανίστηκε στην Ελλάδα. Είναι η «Μέλισσα» που συντάσσεται σε Ελληνικά και Γαλλικά.

Η πολιτιστική κίνηση επισφραγίστηκε με την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου «Απόλλων» το 1864 και της Λέσχης Ελλάς (1862-1863). Παράλληλα σημειώθηκε πλούσια εκδοτική κίνηση με τη λειτουργία τυπογραφείων, την έκδοση βιβλίων και την κυκλοφορία τοπικών εφημερίδων. Η Ερμούπολη αποτέλεσε κοιτίδα του νεοελληνικού διαφωτισμού, καθώς ανάμεσα στο προσφυγικό στοιχείο της νέας πόλης και κυρίως στους Χιώτες αντιπροσωπεύονταν οι προοδευτικότερες τάσεις του νεοελληνικού διαφωτισμού. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το πρώτο φιλολογικό μνημόσυνο του Αδαμάντιου Κοραή γίνεται στη Σύρο το 1833.

Προοδευτικά πνεύματα της εποχής όπως ο Ανδριώτης Θεόφιλος Καϊρης και η αδελφή του Ευανθία, από τις πρώτες λόγιες γυναίκες του νέου ελληνισμού, βρέθηκαν για μεγάλα διαστήματα στη Σύρο. Η τελευταία συνέγραψε εκεί το έργο «Νικήρατος», που ανέβηκε στο θέατρο της Σύρου από το θίασο Μαντζουράνη. Αυτή ήταν ενδεχομένως η πρώτη θεατρική παράσταση στην επαναστατημένη ελεύθερη Ελλάδα. Στη Σύρο δρουν σημαντικά ονόματα του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Γεώργιος Κλεόβουλος, ο εισηγητής της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στην Ελλάδα, που ίδρυσε στην Ερμούπολη το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο. Αρκετοί εκπρόσωποι του Ρομαντισμού, της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και της νεότερης λογοτεχνίας της γενιάς του Μεσοπολέμου είχαν δεσμούς με τις Κυκλάδες, κυρίως με τη Σύρο. Σε αυτούς ανήκει ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908), συγγραφέας ενός από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, του «Λουκή Λάρα», πρωτοστάτης για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα και ιδρυτής του «Σύλλογου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Σύγχρονος του Βικέλα και συμμαθητής του στο ιστορικό 1ο Γυμνάσιο Σύρου ήταν ο συγγραφέας του σατιρικού ιστορικού μυθιστορήματος «Πάπισσας Ιωάννας» Εμμανουήλ Ροϊδης, ένα από τα πιο φωτεινά και κριτικά πνεύματα του β΄ μισού του 19ου αιώνα στην Ελλάδα. Ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942), σημαντικός εκπρόσωπος του παρνασσισμού και του συμβολισμού στην Ελλάδα και μεταφραστής των αρχαίων τραγικών, καταγόταν από τη Σίφνο και έδρασε ως επιθεωρητής της Μέσης Εκπαίδευσης στη Σύρο. Ο κριτικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης Κωστής Μπαστιάς, γενικός διευθυντής από το 1937 του «Βασιλικού Θεάτρου», προδρόμου του Εθνικού Θεάτρου, και ιδρυτής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.

Από τη Σύρο καταγόταν και η συγγραφέας και ποιήτρια Ρίτα Μπούμη- Παππά. Το 1930 ίδρυσε το περιοδικό «Κυκλάδες», που στα δύο χρόνια ζωής του συγκέντρωσε στις σελίδες του μερικά από τα πιο σημαντικά ονόματα του εποχής. Στα 1956 εξέδωσε τη μηνιαία «Εφημερίδα Ποιητών», περιοδικό που για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσίαζε κείμενα και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες, με συνεργάτες κορυφαίους νέους ποιητές και νεοελληνιστές.

Στη Σύρο πέρασε κάποια από τα παιδικά του χρόνια και ο εισηγητής και κύριος εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής ποίησης στην Ελλάδα Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), γόνος οικογένειας εμπόρων και εφοπλιστών με βάση τη Ρουμανία. Ανάμεσα στα ονόματα που θητεύουν κατά το Μεσοπόλεμο σε αισθητικά ρεύματα όπως ο Καρυωτακισμός και ο Μποεμισμός ξεχωρίζουν ο Γιώργος Κυπραίος (1908-1968) και η Κατίνα Σιδέρη-Μπάϊλα (1906-1950). Συριανή στην καταγωγή ήταν και η Άννα Σικελιανού, η δεύτερη σύζυγος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, που καθιερώθηκε στο λογοτεχνικό χώρο μέσω των υποδειγματικών της μεταφράσεων. Ο Συριανή ποιητική δημιουργία συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τη νεότερη μεταπολεμική γενιά. Ανάμεσά τους ο ποιητής και συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου. Στους νέους δημιουργούς ανήκει η ποιήτρια και πεζογράφος Λουκρητία Δούναβη, που με ευαισθησία αποτύπωσε τη ζωή της Άνω Σύρας στη δεκαετία του 1950.

ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ίχνη του λαϊκού πολιτισμού της Σύρου επιβιώνουν σήμερα στα χωριά στις καθολικές γιορτές των Αγίων Αναργύρων (Απάνω Μεριά) και της Φανερωμένης (Σεπτέμβριο), στα χοιροσφάγια και στην αναβίωση του Καρναβαλιού στην Άνω Σύρο. Τα χοιροσφάγια, έθιμο με πολύ παλιές καταβολές, γίνονται ακόμα στα αγροτικά χωριά (Πάγος, Δανακός, Αγρός, Βήσσας, Άδειατα) και συνοδεύονται από γλέντι. Περιλαμβάνουν τη σφαγή, τον τεμαχισμό του χοίρου και την παρασκευή ποικίλων παραγώγων του (λουκάνικο, λούζα, γλύνα, πηχτή κλπ.) για τη συντήρηση της οικογένειας κατά το χειμώνα.

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Η Σύρος με τη μικτή θρησκευτική κοινωνία, παρουσιάζει έναν πλουσιότατο εορταστικό κύκλο, όπου περιλαμβάνονται πολλά τοπικά πανηγύρια και εκδηλώσεις. Το καλοκαίρι πραγματοποιούνται πολυάριθμες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μερικές από αυτές είναι: Τα "Ερμουπόλεια", στην Ερμούπολη Τα "Απανωσύρια", στην Άνω Σύρο Οι "Μουσικές Διαδρομές στο δρόμο του Μάρκου", στο Κίνι και στο Γαλησσά. Το "μάζεμα της τράτας" στην Ποσειδωνία τον Ιούλιο, όπου ακολουθείται από παραδοσιακό γλέντι στην παραλία των Αγκαθωπών. Οι "Αυγουστιάτικες Μέρες" στη Βάρη το Δεκαπενταύγουστο, όπου γίνεται αναβίωση παλιών εθίμων και επαγγελμάτων, καθώς και κατασκευές στην άμμο και ενετική βραδιά. Μια ξεχωριστή εμπειρία τέλος, είναι το καρναβάλι της Άνω Σύρου, την Κυριακή της Τυρινής.

ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Η Σύρος είναι γνωστή για τα κτηνοτροφικά της προϊόντα. Το πλέον ονομαστό συριανό τυρί είναι το «Σαν Μιχάλη». Είναι σκληρό, υποκίτρινο τυρί και παράγεται αποκλειστικά στη Σύρο από συνεταιριστικό εργοστάσιο γάλακτος. Έχει για βάση του το παστεριωμένο αγελαδινό γάλα. Από το 1996 έχει επίσημα αναγνωριστεί ως προϊόν ονομασίας προέλευσης.

(Πηγή: www.golden-greece.gr)
Επίσης στη Σύρο παράγεται εξαιρετική «Κοπανιστή», που γίνεται από νωπό γάλα (αγελαδινό κατά βάση ή μείγμα με πρόβιο ή κατσικίσιο) που δεν έχει υποστεί θερμική επεξεργασία. Ακόμη, η Σύρος παράγει τα φημισμένα «σκορδολουκάνικα». Όμως, πέραν όλων των άλλων, η Σύρος είναι πασίγνωστη για τα γλυκά της: τις χαλβαδόπιτες (που φτιάχνονται από με θυμαρίσιο συριανό μέλι και φρεσκοψημμένα αμύγδαλα) και τα ξακουστά λουκούμια της. Ειδικά τα λουκούμια έχουν μια ιστορία σχεδόν 170 χρόνων, μια και έφεραν τη συνταγή οι Χιώτες, όταν ήρθαν στη Σύρο το 1822, μετά τη δραματική καταστροφή του νησιού τους. Τα πρώτα λουκούμια παρασκευάστηκαν το 1832 και η πρώτη λουκουμοποιία, έτος ίδρυσης 1837, του Σταματελάκη. Περίφημα ήταν τα ραχάτ μαστίχας και ροδοζάχαρης με αμύγδαλο. Το μυστικό της νοστιμιάς τους είναι το υφάλμυρο νερό των πηγών του νησιού καθώς επίσης και το «ξινό», δηλαδή το κιτρικό οξύ σε μορφή κρυσταλλική που προστίθεται στην αρχή της διαδικασίας παρασκευής τους και τους προσδίδει ρευστότητα και ελαστικότητα, δηλαδή τα κάνει όσο πρέπει μαλακά.  είναι τάφοι, ειδώλια, αγγεία και σκεύη που τώρα βρίσκονται μοιρασμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή και στο Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Σύρου.
Στη Σύρο γεννήθηκε ο αρχαϊκός φιλόσοφος, φυσικός και αστρονόμος Φερεκύδης, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Την περίοδο εκείνη, υπήρχαν δύο πόλεις στη Σύρο. Μία στην σημερινή Ερμούπολη και ειδικότερα στην περιοχή Πευκάκια-Ψαριανά και η άλλη στο Γαλησσά. Αργότερα, τον 5ο με 4ο αιώνα π.Χ., η Σύρος είναι μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας, ενώ μετά από μία περίοδο αναταραχών κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., το νησί ακμάζει και πάλι κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. Τον επόμενο αιώνα γίνεται σημαντικός ακτοπλοϊκός κόμβος. Για τους επόμενους αιώνες, το νησί αποτελεί μόνιμο στόχο των πειρατών και μειώνεται σημαντικά ο πληθυσμός του. Κατά τον 8ο μ.Χ. αιώνα, αρχίζει η οικοδόμηση του οικισμού της Άνω Σύρου. Το 1207 καταλήφθηκε από τους Ενετούς και στα 360 χρόνια της Φραγκικής κατοχής, οι ντόπιοι προσηλυτίσθηκαν στο καθολικό δόγμα. Το 1566 κατελήφθη από τους Τούρκους, αλλά καΘ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας βρισκόταν υπό την προστασία του Πάπα και της Γαλλίας. Το 1617 όμως, ο Τουρκικός στόλος καταστρέφει το νησί. Κατά τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο πληθυσμός ήταν περίπου 2500 Καθολικοί και 150-200 Ορθόδοξοι.
Μεγάλη εμπορική, βιομηχανική και πολιτιστική ανάπτυξη γνώρισε η Σύρος κατά τον 19ο αιώνα και ειδικότερα η Ερμούπολη, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες Χιώτες, Σμυρνιούς, Ψαριανούς, Κάσιους και Κρήτες. Η Καθολική επιρροή περιορίζεται και η Σύρος ενισχύει οικονομικά τον αγώνα της Επανάστασης. Στα μέσα του αιώνα, ήδη βρίσκεται στο απόγειο της οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής, που κρατάει μέχρι τα τέλη του.
Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί, καταστρέφουν την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης, για μία ακόμα φορά στην μακραίωνη ιστορία της Σύρου, αρχίζει με την απελευθέρωση.