Τσοπανάκος ήμουνα προβατάκια φύλαγα


Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
Το επάγγελμα του βοσκού ή τσοπάνου ήταν συνήθως κληρονομικό και ήταν ένα από τα κυριότερα επαγγέλματα του τόπου μας.  Ένας πατέρας που πάντρευε το παιδί του τού έδινε ως προίκα μερικά ζώα κι εκείνος με τον καιρό μεγάλωνε τον αριθμό κι έφτιαχνε το δικό του κοπάδι που καμιά φορά ξεπερνούσε κι εκείνο του πατέρα του.
Ήταν δύσκολη και πολύ κουραστική η δουλειά του βοσκού. Με βροχές και με κρύο, με λιοπύρι, υγρασία και σφοδρούς ανέμους αυτός έπρεπε να γυρίζει τους κάμπους και τις βουνοπλαγιές ολομόναχος, μακριά από τον κόσμο και την οικογένειά του. Έπρεπε να σηκώνεται πρωί και καθισμένος σ` ένα σκαμνί να  γαλέψει (αρμέξει) τα ζώα του. Αυτό γινότανε πρωί και βράδυ. Έπρεπε ακόμη να πήξει το γάλα και να φτιάξει χαλούμια, μυζήθρες και γιαούρτι. Μα και το κούρεμα του κοπαδιού ήταν δική του δουλειά. Σ` όλα αυτά τον βοηθούσαν η γυναίκα και τα παιδιά του. 
Ξεκινούσε για τη βοσκή με συνηθισμένα ρούχα όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού, οι τσαγκαροποδίνες όμως ήταν απαραίτητες. Έβαζε στον ώμο τη βούρκα που περιείχε νερό και φαγητό, έπαιρνε στο χέρι τη ματσούκα του (μαγκούρα), σφύριζε στο σκύλο του να σιμώσει και ξεμάντριζε, έφευγε δηλαδή από τη μάντρα. Του κοπαδιού προπορευότανε πάντοτε το κριάρι κι ακολουθούσαν τα υπόλοιπα ζώα. Τα νεογέννητα καθώς και τα ετοιμόγεννα παρέμεναν πίσω στη μάντρα. Τις μέρες που ο καιρός ήταν πολύ βροχερός όλο το κοπάδι επίσης παρέμενε στη μάντρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα ζώα τρέφονταν με άχυρο και κριθάρι. 
Τα βοσκοτόπια ήταν περιοχές με πλούσια βλάστηση, έπρεπε όμως ο βοσκός να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή μην τυχόν και το κοπάδι του απομακρυνθεί και προκαλέσει ζημιές σε ξένη περιουσία. Σ` αυτό βοηθούσε και ο σκύλος του που ήταν πάντα άγρυπνος φρουρός. Τα περισσότερα ζώα είχαν κρεμασμένα στο λαιμό τους μικρά μπρούντζινα κουδουνάκια που άφηναν στο πέρασμά τους μια ξεχωριστή, γλυκόηχη μουσική.  Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να εντοπίζονται εύκολα.  

(Πηγή: kedares.org)
(Φωτό: Frederic Boissonna, Παρνασσός 1929)